[Περικλής Κοροβέσης, Τώρα είμαι κι εγώ λεύτερος σαν κι εσάς· έχω και χαρτί μάλιστα, που λέει πως είμαι ελεύθερος. Εσείς έχετε χαρτί;
17/11/2022 § Σχολιάστε
Αφιερωμένιο στην επέτειο του Πολυτεχνείου
«Ένας φίλος» κι ο Επίλογος από τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση
«…Αυτό το βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, αν οι φιλήσυχοι και αντικειμενικοί άνθρωποι όλης της γης δεν βοηθούσαν, με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους, στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων…»
Ένας φίλος
Μια νοσοκόμα αξιωματικίνα, όταν τύχαινε να ‘ναι μόνη της στο δωμάτιο, μου μίλαγε μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ένας μη φανατικός θα μπορούσε να το ονομάσει ακόμα και συμπάθεια. Μου έσιαχνε το μαξιλάρι, τα σκεπάσματα, με φώναζε – δεν ξέρω για ποιο λόγο – Νικολάκη, επέμενε να τρώω όλο το φαγητό και πραγματικά θύμωνε όταν έπαιρνε τον δίσκο απείραχτο. Μου έλεγε πως μού χρειάζεται ένα γερό ξύλο για να βάλω μυαλό. Αλλά το έλεγε με τέτοιο αθώο τρόπο, που σίγουρα αγνοούσε τι σήμαινε πραγματικά ένα γερό ξύλο και μου ερχόταν κάτι σαν διάθεση γέλιου.
Μια μέρα ήρθε να πάρει το φαγητό. Με έκπληξη διαπιστώνει πως ο δίσκος ήταν εντελώς άδειος. Πραγματικά ενθουσιάστηκε. Ο ασφαλίτης έλειπε και ο απ’ έξω φρουρός, ο φαντάρος, είχε πιάσει την κουβέντα στο βάθος του διαδρόμου. Αφού βεβαιώθηκε δυο τρεις φορές πως έτσι έχουνε τα πράγματα, μου είπε:
«Γιατί, βρε Νικολάκη μου, δεν κάνεις κάθε μέρα το ίδιο; Είσαι πολύ αδύνατος. Τρώε το φαγητό σου να γίνεις καλά, να πας όπου αλλού στην ευχή της Παναγίας, να ησυχάσεις από δαύτους. Μην τους μπαίνεις, κάνε τον κουτό λιγάκι. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλα το».
Μού μίλαγε με πραγματική συγκίνηση. Μού ‘ρθε να της φιλήσω το χέρι. Πήρα θάρρος και τη ρώτησα γιατί με φωνάζει Νικολάκη κι όχι με το πραγματικό μου όνομα, που είναι Περικλής Κοροβέσης. Έδειξε κατάπληξη. Μετά μου εξήγησε πολύ φυσικά πως μ’ έχουν γραμμένο Νικόλαο Πανόπουλο, Σταυρόπουλο, κάπως έτσι· δεν το θυμότανε καλά. Σταμάτησε απότομα. Κάτι κατάλαβε, κάτι κατάλαβα κι επακολούθησε εκείνη η αμηχανία που δημιουργείται μετά τις γκάφες. Ύστερα, συνέχισε με τον ίδιο πονεμένο και τρυφερό πόνο τις απόψεις της για τη Χούντα, που την πίστευε.
Από τα πολλά παραδείγματα, θα διάλεγε μόνο κάτι δικό της. Είχε ένα μικρό αυτοκινητάκι που το ‘χε πάρει με πολλές θυσίες. Εκείνη μονάχα ήξερε πώς το πήρε· το χρωστάει ακόμα. Ε, λοιπόν, πριν από την 21η, κάθε βράδυ πήγαιναν Λαμπράκηδες και της κατουράγανε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθε πρωί πήγαινε μ’ έναν κουβά νερό να το καθαρίσει. Αυτό είχε γίνει πραγματικό μαρτύριο. Σε τι αστυνομίες είχε πάει, σε τι εκατό είχε τηλεφωνήσει! Τίποτα! Οι αστυνομίες πού να προλάβουν. Έπρεπε, κάθε μέρα, να τρέχουν στα συλλαλητήρια και να τρώνε ξύλο από τους κομμουνιστές. Μόλις έγινε η «επανάσταση», το κακό σταμάτησε με το μαχαίρι. Το αυτοκίνητο από τότε ήταν πεντακάθαρο.
«Να τι θα πει επανάσταση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν βρει την ησυχία τους. Οι εφημερίδες πια δεν γράφουν ό,τι θέλουνε. Τα λεωφορεία δεν κάνουν απεργίες. Γιατί, βρε παιδάκι μου, δεν σ’ αρέσει το καλό του τόπου μας;»
…Επίλογος
Οι φυλακές είχανε γεμίσει και δεν χωράγανε άλλους. Όταν φτάσαμε στην Αίγινα, δεν είχανε κρεβάτια και μας δώσανε δυο σανίδες και δυο κουβέρτες. Οι παλιοί λέγανε πως όπου να ‘ναι θα δοθεί και μια αμνηστία για να βγάλουνε τουλάχιστον αυτούς που είχανε πιάσει κατά τύχη. Πράγματι, δόθηκε κάτι που το λέγανε αμνηστία, φύγανε αυτοί που είχανε πιαστεί κατά τύχη κι εμείς μείναμε στη φυλακή. Πάλι όμως δεν είχε χώρο. Ύστερα από τρεις μήνες, δώσανε απολυτήριο σε όσους από μας τύχαινε να ‘ναι η πρώτη φυλακή.
Έγινε όμως κάτι περίεργο. Μόλις υπογράψαμε το απολυτήριο, μας περάσανε πάλι τις χειροπέδες και, με τεράστια συνοδεία, μας βάλανε στη γραμμή δυο-δυο και – με το απολυτήριο στην τσέπη – μας πήγανε ξανά στην Ασφάλεια. Κάποιος από μας είχε καρφιτσώσει το απολυτήριο στον κόρφο του και φώναξε μέσα στο πλοίο που μας πήγαινε από την Αίγινα στον Πειραιά:
«Τώρα είμαι κι εγώ λεύτερος σαν κι εσάς· έχω και χαρτί μάλιστα, που λέει πως είμαι ελεύθερος. Εσείς έχετε χαρτί; Τώρα για τις χειροπέδες θα μου πείτε «ψιλά γράμματα!». Κι εσείς έχετε, αλλά δεν τις βλέπετε».
Η συνοδεία δεν του είπε τίποτα.
Στην Ασφάλεια μάς ζητάγανε δηλώσεις μετανοίας. Από μας κανείς δεν υπέγραψε. Τους πάνω από τα τριάντα τους στείλανε εξορία. Τους υπόλοιπους, ύστερα από αρκετές μέρες στην Ασφάλεια, μας άφησαν ελεύθερους, με την υποχρέωση να δίνουμε δύο φορές παρόν στην Ασφάλεια.
Είχα και δύο τελευταίες συζητήσεις με τον Γκραβαρίτη και τον Καραπαναγιώτη. Ο Γκραβαρίτης μού έλεγε πως ό,τι έγινε, έγινε και πρέπει να το ξεχάσουμε. «Πάνε αυτά, περάσανε, τώρα είμαστε φίλοι!». Δεν φταίει αυτός. Τι να σου κάνει; Υπάλληλος είναι, έχει γυναίκα και δύο παιδιά. Τι νομίζω πως παίρνει; Πενταροδεκάρες. Ύστερα από είκοσι χρόνια υπηρεσίας δεν μπορεί να πάρει ένα δεύτερο πουκάμισο· κι αυτός προλετάριος είναι, που τον εκμεταλλεύονται άλλοι. Βγάζει όλη τη δουλειά αυτός και τελικά ο Καραπαναγιώτης παίρνει τους βαθμούς. Έτσι του ‘ρχεται να δώσει μια κλωτσιά και να τα παρατήσει όλα, να γίνει αλήτης και να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες. Καλύτερα θα ‘ναι. Εμένα πολύ μ’ έχει εκτιμήσει και μ’ έχει παραδεχτεί. Ό,τι θέλω, στη διάθεσή του. Να περνάω να τον βλέπω, να πίνουμε καφέ και κανένα βραδάκι να πάρουμε τις γυναίκες μας και να πάμε να πιούμε κανένα κρασάκι. Να γνωριστούμε και οικογενειακώς.
Ο Καραπαναγιώτης μ’ αποχαιρέτησε αλλιώς.
«Είμαι σίγουρος πως θα το μετανιώσω που σ’ αφήνω. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, δεν σε χώνεψα. Μη γελαστείς και νομίσεις πως μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Έχω διαταγές για όλα όσα κάνω», μου έδειξε ένα ντοσιέ. «Εγώ εκτελώ διαταγές και δεν μ’ ενδιαφέρει η πολιτική. Όποια κυβέρνηση και να ‘ναι, δεν μ’ ενδιαφέρει. Εγώ διαταγές εκτελώ. Μη νομίσεις πως θα σε στείλω στην εξορία για να μου κάνεις τον ήρωα. Δεν είμαι τρελός να δώσω στελέχη στο ΚΚΕ. Και πέντε χρόνια να μείνεις εξορία, θα γυρίσεις επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ. Μη νομίσεις πως τώρα είσαι ελεύθερος, φυλακή είσαι πάλι, αλλά με πιο μεγάλη αυλή. Κιχ να κάνεις, χάθηκες. Στη φυλακή είχες μάσες, ξάπλες, φούμες, όλα τζάμπα. Άντε τώρα να δουλέψεις, να βγάλεις το μεροκάματο, και τα λέμε. Να δούμε αν θα μείνει καιρός για πολιτική. Λοιπόν, τελευταία συμβουλή: μακριά από το θέατρο. Να αλλάξεις επάγγελμα, να γίνεις υπάλληλος, να νοικοκυρευτείς. Να ‘χεις μια τακτική ζωή. Παρέες και τέτοια κομμένα. Είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς. Αν τυχόν σε ξαναφέρουνε εδώ, έχεις τον λόγο της τιμής μου: χάθηκες. Τώρα μπορείς και περπατάς. Ε, την άλλη φορά δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς. Στρίβε.»
Υστερόγραφο
Αυτό το βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, αν οι φιλήσυχοι και αντικειμενικοί άνθρωποι όλης της γης δεν βοηθούσαν, με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους, στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων. Εδώ, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και ανθρώπους σαν τον ερευνητή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Μαρτί, που δεν βρήκε την ταράτσα ή σαν τον Αμερικανό γερουσιαστή Πουσίσκυ, που αφού «συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων και απανθρωπιών ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα» ή ακόμα ανθρώπους σαν τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην περίφημη αποστολή Φρέιζερ, και που αποκάλυψαν, μαζί με τους Sunday Times, ότι «αυτές οι δουλειές είναι λίαν επικερδείς».
✳︎
[Ευχαριστίες στον φίλο Μανώλη Γιούργο στο fcbk
◉
[φέρουν στα σπλάχνα τους εκείνο το οποίο καταγγέλλουν·
27/10/2022 § Σχολιάστε
Επιστροφή στις φυλετικές εμμονές και τις προκαταλήψεις της άκρας δεξιάς της δεκαετίας του 1930 με το πρόσχημα του αντι-ρατσισμού βλέπει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, καταγγέλλοντας τους αριστερούς «αντιφά» ότι κολλούν την ταμπέλα του «φασισμού» σε οτιδήποτε με το οποίο διαφωνούν.
O Μπρυκνέρ ήταν από τους πρώτους που κατήγγειλαν τον αριστερό ισλαμο-φασισμό στη Γαλλία, που επιδιώκει να ωθήσει «τις δημοκρατικές κοινωνίες προς τον αυταρχισμό και τη διάβρωση του κράτους δικαίου», παίζοντας έτσι «ανοικτά το παιχνίδι ανόδου στην εξουσία αντιευρωπαϊκών και αυταρχικών δυνάμεων, ώστε, πέρα από την πνευματική αποσταθεροποίηση, να ενισχυθεί και η δική τους αυταρχική αντίληψη περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που με πρώτα αυτά των γυναικών, γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους».
Τώρα, στο βιβλίο του με τίτλο «Un coupable presque parfait – La construction du bouc emissaire blanc» («Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος – Η δημιουργία του λευκού αποδιοπομπαίου τράγου»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ιταλία και προκαλεί πολλές συζητήσεις, ο εμβληματικός Γάλλος φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος υποστηρίζει ότι στην εποχή μας η Αριστερά έχει αντικαταστήσει την πάλη των τάξεων (που φαίνεται να έχει γίνει προνόμιο της Δεξιάς) με την αδιάκοπη υπεράσπιση των μειονοτήτων, κολλώντας τη ρετσινιά του «φασιστικού» σε οτιδήποτε δηλώνει άμεσα ή έμμεσα μια πρόσδεση με τις παραδόσεις και με τον τρόπο αυτό έχει εντοπίσει έναν νέο πολέμιο, στον οποίο στρέφει τα βέλη της: όχι πλέον τον καπιταλισμό, αλλά «τον ετεροφυλόφιλο λευκό άνδρα».
«Δεν εμπιστεύομαι τους »αντιφά», διότι φέρουν στα σπλάχνα τους εκείνο που ισχυρίζονται ότι καταγγέλλουν», λέει.
Κατά τον Μπρυκνέρ, τον διασημότερο ίσως σύγχρονο φιλόσοφο της Γαλλίας, η Ευρώπη επηρεάζεται ανεξήγητα από οτιδήποτε προέρχεται από τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Όχι μόνον από τις τάσεις στη μόδα και τα διάφορα καταναλωτικά αγαθά, αλλά πρωτίστως από τα γεννημένα στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις ρεύματα σκέψης (σε αυτήν την περίπτωση σήμερα τα νεο-φεμινιστικά, αντιρατσιστικά και αντι-αποικιοκρατικά) που έχουν εντοπίσει στον λευκό άνδρα έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Ανεξάρτητα από το ποια είναι τα πραγματικά του λάθη, ο «λευκός ετεροφυλόφιλος» είναι ένοχος ως τέτοιος.
Πρόκειται για έναν αντιρατσισμό, που είναι στην ουσία ρατσισμός από την ανάποδη. «Όταν μας λένε, π.χ., ακτιβιστές ότι ένας λευκός είναι εκ φύσεως ρατσιστής, διότι αυτό είναι εγγενές με αυτόν τον ίδιο και απορρέει από αυτόν ως μία ακούσια έκφανσή του, βρισκόμαστε ήδη στην εικονογράφηση ενός ρατσισμού εκ της ουσίας της ίδιας, αποδίδουμε ένα χαρακτηριστικό σε ένα άτομο εξαιτίας της βιολογικής και γενετικής του ουσίας. Και παρά ταύτα, τα άτομα αυτά ισχυρίζονται ότι είναι με την πλευρά της αλήθειας».
Στις ΗΠΑ, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, οι θεωρίες αυτές δημιουργούν παράλογη συμπεριφορά, λέει ο Μπρυκνέρ, αναφέροντας το παράδειγμα Αμερικανών επιχειρηματιών που αρνούνται να καθίσουν στο αεροπλάνο δίπλα σε μια γυναίκα υπάλληλό τους και στα ξενοδοχεία ζητούν δωμάτια σε διαφορετικούς ορόφους για να αποφύγουν τις κατηγορίες παρενόχλησης, ενώ στα πανεπιστήμια συνιστάται η σύνταξη γραπτών συμφωνιών πριν από τη σεξουαλική επαφή. Καταγγέλλει τις «απλώς γελοίες πρωτοβουλίες», όπως αυτή που καλεί τις γυναίκες να σταματήσουν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τα αρσενικά (το αρσενικό είναι πάντα «βίαιο αρπακτικό», ακόμη και όταν το σεξ είναι συναινετικό), ή εκείνη που απαιτεί χρωματιστά τσιρότα για τους μη λευκούς.
Ο Μπρυκνέρ δεν αρνείται διόλου την ανάγκη προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων και παραδέχεται τα πολλά ελαττώματα της λευκής Δύσης. Ωστόσο, όπως σημειώνει, αναπτύσσεται ένας «ρατσιστικός αντι-ρατσισμός», όπως τον αποκαλεί, που καθίζει μόνο λευκούς ετεροφυλόφιλους στο εδώλιο και συχνά το κάνει βάσει εντελώς εσφαλμένων πεποιθήσεων (όπως το επιχείρημα ότι οι «γενοκτονίες» διαπράχθηκαν μόνο από λευκούς· θα αρκούσε να σκεφτούμε τι συνέβη στο Μπουρούντι και τη Ρουάντα και τους δύο εκατομμύρια θανάτους που προκλήθηκαν από συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων, ή το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή προκλήθηκε από τις αποικιακές δραστηριότητες των λευκών…
Πρόκειται, σχολιάζουν ιταλικά ΜΜΕ, για ένα βιβλίο στο οποίο ο Μπρυκνέρ παραθέτει τεκμηριωμένες απόψεις και θέτει ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με το τι μπορεί να μας επιφυλάσσει ένα μέλλον όπου θα κυριαρχεί το «πολιτικά ορθό» και οι απόψεις υστερικών ιδεολογικών μειονοτήτων, που ισχυρίζονται ότι είναι με την πλευρά της αλήθειας. [Τρύφωνας Καϊσερλίδης]
✳︎
[Πρόσφατα το βιβλίο κυκλοφόρησε κ α ι στη χώρα μας με τον τίτλο Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος, από τις εκδόσεις Πατάκη (ε δ ώ), σε μετάφραση Ανδρέα Παππά.
◉
[το βιβλίο τέχνης·
02/08/2022 § Σχολιάστε
Στο Παρίσι των αρχών του 18ου αιώνα, τρεις σημαίνουσες προσωπικότητες –ένας τραπεζίτης, ένας πολυπράγμων συγγραφέας και ο πλέον επιφανής ειδήμων της εποχής– συνεργάζονται σε μια έκδοση με αναπαραγωγές εικαστικών έργων. Οι φιλοδοξίες τους (καλλιτεχνικές, τεχνικές και «επιστημονικές») υπερέβαιναν κάθε ανάλογη πρωτοβουλία του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους, η Recueil Crozat, μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πρώτο βιβλίο τέχνης.
Ο Francis Haskell, από τους σημαντικότερους ιστορικούς τέχνης του 20ού αιώνα, μας αφηγείται εδώ με τρόπο συναρπαστικό την περιπέτεια αυτής της έκδοσης, στην οποία εμπλέκονται γνωστοί τυπογράφοι-εκδότες και έμποροι τυπωμάτων, διάσημοι ζωγράφοι και χαράκτες, πάπες, μονάρχες και ευγενείς, και ακόμα συλλέκτες και συγγραφείς από όλη την Ευρώπη.
✳︎
Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης
«[…]Είμαστε τόσο πολύ εξοικειωμένοι με τα πολυτελώς εικονογραφημένα βιβλία τέχνης, τα οποία εκτός από διακοσμητική έχουν ενίοτε και χρηστική αξία, ώστε η ύπαρξή τους μοιάζει σήμερα δεδομένη, αναπόσπαστο τμήμα της πολιτισμικής μας παράδοσης. […] Θα φανεί ίσως παράδοξο ότι σε μια μελέτη για τη γέννηση του βιβλίου τέχνης δεν δίνεται ένας επαρκής ορισμός για τα περιεχόμενα ενός τέτοιου βιβλίου. Στη θέση αυτή όμως βρίσκομαι, καθώς, όσο περισσότερο μελετώ το σχετικό υλικό τόσο πιο δύσκολο μού είναι να το καταστήσω σαφές. Τα «βιβλία τέχνης», με την έννοια που θα χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο, είναι βέβαια εικονογραφημένα βιβλία, ωστόσο είναι ολοφάνερο ότι όλα τα εικονογραφημένα βιβλία δεν συνιστούν απαραιτήτως βιβλία τέχνης. Ακόμα και τα εικονογραφημένα βιβλία στα οποία αναπαράγονται σημαντικά έργα τέχνης δεν συνιστούν πάντοτε βιβλία τέχνης με την έννοια που τα αντιλαμβάνομαι εδώ. Κατά συνέπεια, δεν θα αναφερθώ σε τόμους βιογραφιών, ακό- μα κι αν εικονογραφούνται με πλήθος πορτραίτων, όπως —για να φέρω ένα οριακό παράδειγμα— είναι η δεύτερη έκδοση των Βίων του Βαζάρι, που θέλει να μας περιγράψει τα χαρακτηριστικά περισσότερο των δημιουργών παρά εκείνα των έργων τους. Πολύ λιγότερο θα κάνω λόγο για αρχαιοδιφικούς τόμους, όπως είναι οι μεγάλοι συγκεντρωτικοί κατάλογοι αρχαιολογίας και μεσαιωνικής τέχνης του Μπερνάρ ντε Μονφωκόν (Bernard de Montfaucon, 1655-1741), στους οποίους, κατά την άποψή μου, τα έργα που αναπαράγονται, τόσο τα ζωγραφικά όσο και τα γλυπτικά, δεν συμπεριελήφθησαν βάσει ουσιωδώς αισθητικών κριτηρίων· βέβαια, αναγνωρίζω πλήρως ότι η διαχωριστική γραμμή είναι πραγματικά δυσδιάκριτη, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση βιβλίων που αφιερώνονται σε κοσμήματα ή εμβλήματα. Μια ακόμα διευκρίνιση: αυτή εδώ η παρέμβασή μου αφορά τα βιβλία που αφιερώνονται προπαντός στην τέχνη και, μόνο περιθωριακά, στην αναπαραγωγή έργων τέχνης· είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί αυτό, καθώς δεν θα μιλήσω εδώ ούτε για τις οξυγραφίες ούτε και για τα χαρακτικά αυτά καθαυτά, με τα οποία, πολύ πριν από τη γέννηση των βιβλίων τέχνης, έγιναν γνωστά σε ένα ευρύτατο κοινό διεθνώς πολλά από τα κορυφαία καλλιτεχνικά αριστουργήματα. Το βιβλίο τέχνης, όπως το εννοώ εδώ, αποτελείται από έναν συνδυασμό κειμένου και εικόνας. Βέβαια, καθώς τέτοιου είδους ορισμοί καταντούν πολύ γρήγορα τόσο ανιαροί όσο και άχρηστοι, ευθύς αμέσως θα τολμήσω να πω ότι το βιβλίο τέχνης συνελήφθη ως τέτοιο από τα μισά έως τα τέλη του 17ου αιώνα, γεννήθηκε δε στις αρχές του 18ου αι- ώνα με τη δημιουργία ενός τόμου εξέχουσας σημασίας για τον οποίο θα κάνω λόγο εκτενώς στη συνέχεια.
Δεν νομίζω ότι μπορούν να προβληθούν σοβαρές αντιρρήσεις για το ότι μέσω των πρώτων εικονογραφημένων βιβλίων που περιέχουν αναπαραγωγές έργων νεώτερης τέχνης, σε αντιπαράθεση με εκείνα της αρχαίας, επιδιωκόταν η εξύμνηση των κατόχων τους, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με αυτή των αναπαραγόμενων έργων. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, την εξαιρετική συμβολή του Τζιρόλαμο Τέτι (Girolamo Teti) για να τιμηθεί ο μαικηνισμός των Μπαρμπερίνι (Barberini), που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1642 και που μέσω της οποίας η διακοσμητική ευφυΐα του Πιέτρο ντα Κορτόνα (Pietro da Cortona) κατέστη γνωστή στους πάντες. Λέω «κατέστη γνωστή στους πάντες» επειδή το γεγονός ότι το κείμενο γράφτηκε στα λατινικά καταδεικνύει ότι το βιβλίο προοριζόταν να διαδοθεί τόσο εκτός όσο και εντός Ιταλίας. Αυτή η επιδεικτική προβολή της ιδιοκτησίας (που, φυσικά, συνεχίζει να είναι ο κινητήριος μοχλός για την παραγωγή πολλών εικονο- γραφημένων βιβλίων ακόμα και στις μέρες μας) μπορεί να διαπιστωθεί και στην περίπτωση του πρώτου εικονογραφημένου καταλόγου πινάκων τον οποίο ετοίμασε ο Ντάβιτ Τενήρς (David Teniers) για τον αρχιδούκα Λεοπόλδο Γουλιέλμο, ενώ συναντούμε πολλές άλλες ανάλογες περιπτώσεις στους εκθαμβωτικούς τόμους που συνιστούν θριαμβευτική δοξολογία του Λουδοβίκου ΙΔ ́ ως χορηγού και συλλέκτη.
Αλλά, μαζί με βιβλία αυτής της κατηγορίας (στα οποία θα επανέλθω), η έκδοση των οποίων χρηματοδοτούνταν από τους ίδιους τους μαικήνες, πιο πολύ προκειμένου να διανεμηθούν ως δώρα στους ομολόγους τους παρά για να διατεθούν στην αγορά, είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στον καλλιτεχνικό κόσμο πολλά εμπορικά εγχειρήματα.[…]»
✳︎
[απόσπασμα από το βιβλίο: Francis Haskell, Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης. Μετάφραση: Ιωάννου Παναγιώτης Κ. ―Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
◉
κρίσεις για το βιβλίο μου [vi]
23/11/2021 § Σχολιάστε
Από την Ιφιγένεια Σιαφάκα στον Χάρτη τ. Νοεμβρίου 2021
Μια κοσμοπολίτικη οπτική της ελληνικής λογοτεχνίας
Στράτος Φουντούλης, «Σημειωματάριo βαρύτητας», Εκδόσεις ΑΩ, 2021

Ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας ήδη προτάσσει στο προλόγισμά του μια λίστα γραφών τα ίχνη των οποίων αναγνωρίζει στα κείμενα του Φουντούλη. Ο ίδιος ο συγγραφέας πάντως στο τελευταίο μέρος του βιβλίου [Αντί επιλόγου], όπου καταθέτει και την κοσμοθεωρία του (μέτρο, σχετικότητα των πραγμάτων και θνητότητα), κάνει αναφορές στον φιλόσοφο, πολιτειολόγο και πολιτικό Νορμπέρτο Μπόμπιο, τον Σαραμάγκου, τον Επίκουρο, όπως και στον Καλοκύρη. Στο μικρό δε παράρτημα με τίτλο «ορισμένες οφειλές» αναφέρει ρητά τους Προυστ, Τζόυς, Πεσσόα, Μουζίλ, Κούντερα, Ευριπίδη [Τρωάδες].
Φοβάμαι ότι ακόμη δεν απάντησα στην αρχική φράση αυτού του μικρού κειμένου, εννοώ ότι καθετί κουβαλά τη ματαιότητα στο γεγονός ότι πάντα φτάνει στο τέλος, όλα τελειώνουν.
(Λίγη κατανόηση, σ. 82)
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες [Βραδινές διατάξεις, Σέπια, Ιστορίες], οι οποίες περιλαμβάνουν κείμενα που διαφέρουν τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο. Αυτή η μη ενιαία αφηγηματική προσέγγιση χαρίζει προφανώς και τον τίτλο στο βιβλίο [Σημειωματάριο βαρύτητας], ο οποίος συμπληρώνεται και από τη φωτογραφία του εξωφύλλου με τα καυτά κάστανα στις στάχτες. Η σχέση του Φουντούλη με τις στάχτες επαναλαμβάνεται κι εδώ, πέρα από την ονοματοθεσία του διαδικτυακού περιοδικού του. Η λογοτεχνία συνεπώς ως μια αντίστιξη στην καμένη υπόθεση της ζωής; Η λογοτεχνία ως εναπομείνασα υπόμνηση του περάσματος σε μια άλλη διάσταση της ύλης ή ως το τελευταίο πολύτιμο προϊόν που οφείλει να διαφυλαχθεί; Κάστανα/κείμενα που καίνε λοιπόν ή ως θεματικές ή ως απώλειες, και άραγε ποιος/ με τι να τα αγγίξει και πώς να τα «καταπιεί»;
Μακάρι να γνώριζα νωρίτερα τη γοητεία της διάλυσης, της ανασύνταξης και τις όποιες μαγικές απειλές που κρύβουν οι γραπτοί στίχοι. Τώρα, τα χρόνια εμφανίζουν επάνω μου αμέτρητα στρώματα σκουριάς, νιώθω σαν εκείνα τα παλαιά όπλα βουτηγμένα σε σκόνη συντήρησης, όπλο άοπλο πολεμικού μουσείου. Εξ ου και ο αιώνιός μου (Δισταγμός, σ. 53)
Και οι σχέσεις με τον εαυτό μας· οι συνεχείς μεταβαλλόμενες σχέσεις με το περιβάλλον· οι κοινωνικές του λειτουργίες που αλλοιώνονται· και το άκαμπτο μοντέλο της γραφής αποσπάται· κείται στην άκρη της πραγματικότητας που, κατά Πεσσόα, Προυστ και τον ανάλαφρο Πετρώνιο, η γραφή δεν είναι παρά η γραπτή ουσία απορριμμάτων απελπισίας (σ. 87)
Κείμενα καθαρής ποιητικής πρόζας, πεζά μικροκείμενα, μικροδιηγήματα, αφηγήματα. Αλλού στο κέντρο βρίσκεται το συναίσθημα πλάι σε μία νεορομαντική αντίληψη του κόσμου, αλλού το παράλογο στοιχείο που κάποτε εντείνεται με συνειρμική χωρίς στίξη γραφή, αλλού τα ισόρροπα περάσματα από το ιδεολογικό πλαίσιο στη λυρική ένδυση της θεματικής, κι αλλού μία καθαρά δοκιμιακή ή ψευδο/δοκιμιακή φόρμα με μικρή ιστορία που συνειρμικά μάς μεταθέτει στον γνωστό μπορχικό τρόπο.
Τα κείμενα όσον αφορά τους αφηγηματικούς τρόπους είτε χρησιμοποιούν τον παντογνώστη τριτοπρόσωπο αφηγητή είτε το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο ως σηματοδοτήσεις εσωτερικών μονολόγων, ποιητικής πράξης και εξομολογητικής διάθεσης.
Η θεματική του Φουντούλη, με διαφορετικά κάθε φορά αναπτύγματα, περιφέρεται γύρω από τον έρωτα, τον θάνατο, τη ματαίωση, το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη θεώρηση του κόσμου με σκεπτικισμό, λοξή ματιά, αυτοσαρκασμό και ειρωνική διάθεση.
Χαρακτηριστικά της φωνής του, ως προς τους δομικούς τρόπους διαχείρισης της θεματικής, είναι η μεγέθυνση των εντυπώσεων και του ασήμαντου, η προσθήκη της λεπτομέρειας ως σημείο συμπύκνωσης του χρόνου, η ακινητοποίηση του χρόνου ως φωτογραφικό ενσταντανέ,
Ένας από τους λόγους που ζω εδώ είναι το πάτωμα. Μου πήρε χρόνια να βρω δωμάτιο με αυτό το είδος δαπέδου. Αλέκιαστο ξύλο, βαθύ κιαροσκούρο, μοτίβο ψαροκόκαλού (σ. 32)
Εκείνη σού χαμογελά, αναρωτιέσαι αν πρόκειται για χαμόγελο ή για γιγαντιαίους ανεμόμυλους στον μακρινό ορίζοντα… (σ. 27)
οι περιεκτικές καταβυθίσεις και οι ρυθμικές επαναλήψεις που διανοίγουν την ψυχική σφαίρα, τα περάσματα από τον νατουραλισμό στον υπερρεαλισμό και το ονειρικό τοπίο,
Να μη λάβω στα υπόψη σημασίες γεγονότων ή κληρονομικές ασθένειες σού υπενθυμίζω μόνο το φωσφόρισμα των δοντιών σου καθώς γελάς στο σκοτάδι πάντα στο σκοτάδι γελάς και δεν δύναμαι να αφοσιωθώ στον υπόκωφο θόρυβο που προκαλεί ο φόβος… (σ. 46)
Ξέρει ότι κάτι θέλει. Κοιτά λοξά κάτω δεξιά από την καρέκλα, όταν βλέπει το λουλούδι που έχει φυτρώσει στη σόλα του παπουτσιού του… (σ. 41)
Δεν περνά λέει ο καναπές από το παράθυρο από εκεί μόνο η ζωή μου περνά και φεύγει τόνισε με λυγμούς και το δάπεδο γέρνει προς τα εκεί κάνοντας την ντουλάπα να κουνά επικίνδυνα σε κάθε άνοιγμα της πόρτας τα πράγματά μου αχ τα έπιπλά μου… (σ. 74)
η έντονη ενασχόληση με αυτό που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, τα συνειρμικά περάσματα που δημιουργούν αφαίρεση και χώρο κενό για να εγγραφεί από τον αναγνώστη, το λυρικό στοιχείο, οι κορυφώσεις και οι ανατροπές
Όταν περπατούσα λυπημένος τα πρωινά στο λιμάνι, όπου οι αποβάθρες φέρνουν πάντα μνήμες απειλητικές που αναστατώνουν λόγω του μυστηρίου των αναχωρήσεων, άφηνα τη δροσιά να μου ξεπλένει τη χλωμάδα από το πρόσωπο κι άφηνα αυτό το μέρος, γεμάτο αλμύρα της ζωής που δεν έχω γευτεί· τότε αναχωρούσα. Καθώς η αυλαία, όταν περάσει το πρωινό, πέφτει… (σ. 35)
Δεν επιθυμήσαμε αναγκαιότητες· μόνο χέρια να μας τυλίγουν το πρόσωπο, να μας κοιτούν υγρά δυο μάτια· αυτό μόνο. Πολυσύλλαβο λεμόνι η εμπειρία· χαραγμένη με αρχικά αγνώστων και δυνάμεις που κατόρθωσαν πολλά· πολύ περισσότερα. Αυτή ίσως να ήταν πάντα η συνταγή, τα υλικά της παλίρροιας –υπάρχουν και άλλα μιας άλλης ύστατης στιγμής (σ. 66)
Είναι λοιπόν εμφανής η πολυπρισματική οπτική του εικαστικού και συγγραφέα Φουντούλη απέναντι στη λογοτεχνία, στους τρόπους της και στις δυνατότητες που διανοίγει ως Τέχνη, όχι μόνον με τεχνικές αλλά κυρίως μ’ ένα καθαρό ιδεολογικό εφαλτήριο για τον ρόλο της και γνωσιολογικό οπλοστάσιο για τον σχολιασμό της. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Φουντούλης κινείται στο πλαίσιο μιας ευρείας, κοσμοπολίτικης θεώρησης για την Τέχνη, και αξίζει ασφαλώς να διαβαστεί.