[όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω ·

27/03/2023 § Σχολιάστε

«[…] Καταραμένε κάπελα / και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί / και πίνω απ’ το ξανθό και πίνω από το κόκκινο / κι από το γιοματάρι κι από το σώμα το τραχύ / πίνω και δεν μεθώ […]» γκρίνιαζε ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) στο ποίημά του Νερωμένο κρασί. Αλλά και ο κυρ Αλέξανδρος (1851- 1911), ο συγγραφέας που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος με τη ζωή της αθηναϊκής ταβέρνας, μας χάρισε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του γράφοντας πάνω σε χαρτιά περιτυλίγματος στην μπακαλοταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή. Στο διήγημά του Ο Αμερικάνος, που πρωτοδημοσιεύθηκε τα Χριστούγεννα του 1891, περιγράφει όχι μόνο τις αναμενόμενες «περιποιήσεις» του κάπελα, αλλά και τις συνθήκες εργασίας του μικρού παιδιού που εκτελούσε χρέη σερβιτόρου: «Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι».

«Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπό ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου […]».

Πρωτοπόρος στην εποχή του κι ο Δημοσθένης Βουτυράς (1879-1958), στο διήγημά του Ο θησαυρόςζωντανεύει την παθολογία του κατατρεγμένου μπεκρή αλλά και του αδιόρθωτου γλεντζέ: «Για τον Παλούκη η ταβέρνα του Καρότη ήτανε ο παράδεισος. Εκεί όταν βρισκότανε, ενώ ήτανε σκυθρωπός, αμίλητος, άλλαζε, το σκυθρωπό χανότανε απ’ τη μορφή του, η ματιά του η άψυχη έπαιρνε ζωή και γινόταν όλος γέλιο και ομιλία. […] Και όσο ερχόταν η μισή γεμάτη απ’ το κιτρινωπό κρασί, τόσο η ευθυμία δυνάμωνε, και μόνο κάποτε, σα να ξυπνούσε ή να έβγαινε έξω απ’ την ευτυχία του, του ερχότανε λύπη πως αύριο, όλη την ημέρα, θα ήτανε μακρυά απ’ εκεί, απ’ την ταβερνούλα […]».

Μια ταβέρνα εκκλησιά για τους αυτόχειρες Λαπαθιώτη (1889-1944) και Καρυωτάκη (1896-1928) ήταν αυτή του Γιώργη Μιχαλάκου, του επιλεγόμενου κουλού, στα Εξάρχεια, όπου ο Λαπαθιώτης σύχναζε για το κρασί ή για λίγη ζεστασιά στα τελευταία του. «Για τον ποιητή!» σήκωναν τα ποτήρια τους και τον κερνούσαν οι θαμώνες, αυτόν που κάποτε είχε ευεργετήσει με την περιουσία του τη φτωχολογιά κι αυτός μπορεί και να σιγομουρμούριζε το ποίημά του Νυχτερινό κέντρο: «Τώρα που παίζει το βιολί κι έχομε πιει τόσο πολύ, που μ’ έναν έρωτα τρελό σα να ’μαστε δεμένοι, σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά να ζαλιστώ, μέσ’ στ’ όνειρό σου να κλειστώ. Το μόνο που μου μένει. Γιατί αν λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του, μεσ’ στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σα τον ουρανό, θ’ ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».

Κι ίσως στο ίδιο ταβερνάκι να εμπνεύστηκε ο Καρυωτάκης το πολύ γνωστό στιχάκι από το ποίημά του Σε παλαιό συμφοιτητή: «Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο / που επίναμε για να ξαναζητήσω. Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο, /όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω […]».

Ιερός ο τόπος της ταβέρνας και για τις λογοτεχνικές συντροφιές, είτε μιλάμε για του Ψαρά είτε για τον Πλάτανο στην Πλάκα, έξω στις μυρωδάτες με τα γιασεμιά αυλές, αλλά και στριμωγμένοι στα πατάρια με λίγο μεζέ, ρετσίνα και κοκκινέλι: Σεφέρης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Κατσίμπαλης, Καραντώνης, Πικιώνης και τόσοι άλλοι. Όμως, όσο και να πληθαίνουν οι μεταπολεμικές μαρτυρίες γι’ αυτά τα περιώνυμα στέκια, τόσο λάμπει διαμάντι αχάρακτο το απόσπασμα από τη Χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (1911-1980) για εκείνο το «καρβουνιάρικο του Θανάση», που μπορεί να είναι και το ξακουστό Δίπορτο στη Βαρβάκειο, όπου σύχναζε ο Βάρναλης, αλλά και κάποιο άλλο κολωνακιώτικο στέκι, γιατί πού αλλού θα έμενε μια Φλώρα; Η Φλώρα!

«[…] όταν κατέβηκα τα πρώτα σκαλοπάτια του καρβουνιάρικου, η δροσιά του, που μύριζε κρασίλα και δαδί, μου φάνηκε βάλσαμο […]», κι αφού χαιρέτησε τον Βάρναλη με έναν μοιραίο τρόπο, ένας από τους μοιραίους κι αυτός, αναγνώρισε «[…] δυο γυναικεία πόδια που […] φορούσαν κάτι ξεχειλωμένες παντόφλες, και είπα λάθος κάνω. Ήμουν κόντρα στο φως και δεν μπόρεσα να δω λεπτομέρειες […]. Ήταν η Φλώρα. Τυλιγμένη σ’ αντρικό αδιάβροχο, με παντόφλες, ξεμαλλιασμένη, και κρατώντας μια νταμιτζάνα. Εγώ πάγωσα. Εκείνη έφτασε στο πρώτο σκαλοπάτι, το φως κατέβαινε από την πόρτα και το παράθυρο και την έλουζε ολόκληρη […], γύρισε καταπάνω μου ένα πρόσωπο ζαρωμένο από τον πόνο, άνοιξε ακόμα πιο πολύ τα βουρκωμένα μάτια της, μέσα τους σάλεψε σαν αστραπή μια υποψία τρέλας κι απέραντη απορία. Γύρισε τη ράχη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά και με κόπο σφίγγοντας στην αγκαλιά της, σα να κρατούσε μωρό, την νταμιτζάνα […]» *.

Κι αν θα θέλαμε να πούμε την ιστορία μας κι αλλιώς, στα χνάρια του ταβερνόβιου Θωμά Γκόρπα, τότε λοιπόν ο ταβερνιάρης θα κατέβαζε τον δίσκο με τον Τσαουσάκη από το πικάπ, θα έπιανε μια καρέκλα και ένα κιλό κρασί και θα καθόταν στο τραπέζι μας. «Από τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα έμπαιναν δροσιά κι ήχοι μακρινοί των παιδικών μας χρόνων […]» **. Ο επιλοχίας θα μοίραζε έναν γύρο τσιγάρα και θα άρχιζε να λέει. Να λέει την ιστορία μας από την αρχή και εις υγείαν!

* Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, δέκατη έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 216-219.
**Θωμάς Γκόρπας, Όπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας, διήγημα από τη συλλογή Περνάει ο Στρατός, Εκδόσεις Πορεία.

✳︎

[της συγγραφέως ©Εύας Μ. Μαθιούδακη ―πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος της Καθημερινής, τεύχος 203.

Advertisement

[Η ελληνική σύλληψη του κόσμου ·

24/03/2023 § Σχολιάστε

Απόσπασμα από την ιστορική διάλεξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στο Λεωνίδιο Αρκαδίας το καλοκαίρι του 1984.

«Η θέσμιση της κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, που μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο φαντασιακών σημασιών. Είμαι υποχρεωμένος, δυστυχώς, εδώ, να περιοριστώ σε κάποιες κεντρικές ιδέες, βιαστικά διατυπωμένες:

Α. Η ερμηνεία που είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημάτων και νοσταλγιών του 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμονία και το μέτρο για τούς αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, αλλά προβλήματα και σκοπός που η πραγματοποίηση τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σε ότι άφορα την ανθρώπινη ζωή.

Β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σύλληψη είναι η ιδέα του Χάους. Για τον Ησίοδο {Θεογονία, στίχος 116), το σύνολο των όντων (θεοί και άνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (χαίνω): ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’. Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια του χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης α-ταξίας. Εντούτοις όμως, στην ίδια την Θεογονία υπάρχει ένα έσχατο μέρος ή βάθος, μια ανάποδη του κόσμου, που είναι Χάος με την μεταγενέστερη έννοια: ο ποιητής του δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα Τάρταρος (στίχοι 717─720, 722─723, 724─730, 731─735). Οι «ρίζες» του κόσμου «της γης και της στείρας θάλασσας»- βγαίνουν απ’ αυτό το τεράστιο κιούπι, που το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» του κόσμου -κόσμος = τάξη-, η «άλλη του όψη» είναι αυτός ο τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει -προς το παρόν- ο Ζευς, και την κάνει να είναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος.

Γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμία υπερβατική εξωκοσμική δύναμη που να ενδιαφέρεται για τούς ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τούς «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τούς ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Έξαλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σε μια απρόσωπη Μοίρα, η οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ο Προμηθέας, στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω του αγγελιαφόρου του Ερμή ότι: νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα. Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και νομίζετε πως κατοικείτε απροσπέλαστα απ’ τον πόνο παλάτια• μήπως δεν είδα μέχρι τώρα την καθαίρεση δύο τυράννων; Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό αφέντη θα δω να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα] Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955─959.

Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα -κι αυτή είναι η εποχή που με ενδιαφέρει: 8ος-5ος αιώνας- για την αρχαία ελληνική αντίληψη, η μετά θάνατον ζωή ή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ’ την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην Οδύσσεια, στη Νέκυια (λ, 488), όταν ο Οδυσσέας συναντα τη σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον Άδη, η οποία και τού λέει: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ’ Ὀδυσσεῦ. βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐών θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν. [Το θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα την γη να δουλεύω υποτακτικός κάποιου φτωχού χωριάτη με λίγο βιός, παρά να βασιλεύω σ’ όλους αυτούς τούς σβησμένους νεκρούς] Οδύσσεια λ488─491.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο νόμος της υπάρξεως του είναι: νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας του κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ότι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ό,τι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μας, δεν μας άφορα, γίνεται άλλου, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες τού χάους.

Το σημαντικό για μας γίνεται εδώ, εξαρτάται από μας κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ο θεός, ούτε η ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμία πολιτική διεύθυνση, κάτοχος της επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων, θα το κάνουμε εμείς οι άνθρωποι ─αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα─ ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο που διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς.

Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ύβρεως, δηλ. της άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος. Αυτό είναι έξαλλου κι ένα απ’ τα μαθήματα της τραγωδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός η τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρών υποκείμενο, το όποιο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τους κινδύνους των πράξεων του. Κανείς δεν μπορεί να του τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει η να τα διαισθανθεί.

Αυτές τις ιδέες τις ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης της πραγματικότητας, της ανθρώπινης ζωής και του κόσμου. Τις συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση τού ελληνικού κόσμου, από τον Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία της διαδοχής Ουρανού, Κρόνου, Διός, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη που προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι’ αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μια όμως είναι αληθινή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.

Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Στο ποίημα του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», ο Εμπειρίκος τελειώνει με την ευχή: «να γίνη […] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οίστρο της ζωής την γνώση του θανάτου.

Ο φόβος του θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τούς θνητούς. Ίσως αυτός μάς εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τούς ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ότι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μάς, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.

______________
Απόσπασμα από το «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα» (διάλεξη στο Λεωνίδιο Αρκαδίας το καλοκαίρι του 1984), εκδ. Ύψιλον, 1999. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922-Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα.

[Πηγή: www.doctv.gr]

 

[λέξεις ·

28/02/2023 § Σχολιάστε

«Μίλησα για λέξεις που ξεχώρισαν στην αρχή, όταν τις επινόησαν οι άνθρωποι. Σκέφτηκα ότι η λέξη “κεραυνός” θα έπρεπε να σημαίνει όχι μόνο τον ήχο αλλά και τον θεό. Και μίλησα και για τη “νύχτα”. Όταν μιλάω για τη νύχτα, θυμάμαι αναπόφευκτα –και ευτυχώς για μας, νομίζω- την τελευταία φράση του πρώτου βιβλίου του Finnegan’s Wake, όπου ο Joyce μιλάει για τα “rivering waters of, hitherandthithering waters of. Night!”. Αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα περίτεχνου ύφους. Αισθανόμαστε ότι ένας τέτοιος στίχος θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόνο μετά αιώνες λογοτεχνίας. Νιώθουμε ότι ο στίχος αυτός είναι μια επινόηση, ένα ποίημα –ένα περίπλοκο δίχτυ, όπως έλεγε ο Stevenson. Κι ωστόσο υποψιάζομαι ότι υπήρχε στιγμή όπου η λέξη “νύχτα” ήταν τόσο εντυπωσιακή, τόσο παράξενη και προκαλούσε τόσο δέος όσο και αυτή η όμορφη φράση που σου πιάνει την ανάσα: “rivering waters of, hitherandthithering waters of. Night!”.»

✳︎

Χόρχε Λούις Μπόρχες, «Η τέχνη του στίχου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελίδα  113.

photo©Drtikol Frantisek, 1920

[Α’ δημοσίευση 18/10/2009

[όπου ήν κήπος·

27/02/2023 § Σχολιάστε

Γιώργος Κοροπούλης: ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ [συντομευμένη εκδοχή]

 

όπου ήν κήπος

Μεσάνυχτα στον κήπο πάλι βγήκα / που άλλοτε σε είχα συναντήσει / Κι ακούμπησα, βαρύς απ’ το μεθύσι / στο ίδιο πάλι δέντρο και μια γλύκα

με τύλιγε σαν νά ‘ταν πάλι εκείνη/ η νύχτα που απαλά σ’ είχα φιλήσει – / κι έπειτα, το κεντρί καθώς αφήνει / η μέλισσα στο πλήθος σ’ είχα αφήσει.

✳︎

[Γιώργος Κοροπούλης, «Ποιήματα χωρίς ιδιότητες – (v. τα σκοτάδια)«/ Εκδόσεις Άγρα – Ύψιλον Βιβλία, 2009.

[Α’ δημοσίευση 12.09.2009

Where Am I?

You are currently browsing the των Ποιητών category at αγριμολογος.