[η γκροτέσκ καρικατούρα ενός Αγίου·
29/07/2025 § Σχολιάστε
Γραφικότητες
«Χωρίς ιδιαίτερη κινηματογραφική αξία η βιογραφία του αγίου Νεκταρίου κυμαίνεται ανάμεσα στην αφέλεια και το γκροτέσκο. Κακογραμμένοι διάλογοι που σημαδεύονται από σοβαροφάνεια, υπερβολικές ερμηνείες που πηγάζουν από καρικατούρες αντί αυθεντικών χαρακτήρων…»
Το Θαύμα του ταμείου
©Πέτρος Τατσόπουλος, Το Παιδί του Διαβόλου, εκδόσεις Μεταίχμιο (απόσπασμα)
Mπορεί ο υποφαινόμενος και μερικοί ακόμη αιθεροβάμονες ανά την επικράτεια να θεωρούσαμε ότι ο «Άνθρωπος του Θεού» της Γελένα Πόποβιτς, με τον Άρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του αγίου Νεκταρίου, ήταν μια από τις πλέον ανόητες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, αλλά επ’ ουδενί δεν συμμεριζόταν τη δική μας άποψη η πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Ανάμεσα στους αιθεροβάμονες συγκαταλεγόταν σύσσωμη η κοινότητα των έγκριτων κριτικών κινηματογράφου (με ηχηρή εξαίρεση την κριτική του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη• διόλου τυχαία αναπαράχθηκε κατόπιν κατά κόρον από σχεδόν όλες τις παραεκκλησιαστικές ιστοσελίδες) που μετά βίας έδωσε στην ταινία ένα ή ενάμιση από τα πέντε αστέρια.
Ενδεικτικά ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος σημειώνει μεταξύ άλλων στο «Αθηνόραμα» προς τα τέλη Αυγούστου του 2021: «Αδόκιμη σοβαροφάνεια, θεατρική σκηνοθεσία και ένα φορτωμένο στην υπερβολή σενάριο, συνθέτουν μια σινε-βιογραφία που δεν ξεπερνά σε ουσία μια σελίδα εγκυκλοπαίδειας». Με τη σειρά του ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης στην «Athens Voice» συμφωνεί κι επαυξάνει: «Χωρίς ιδιαίτερη κινηματογραφική αξία η βιογραφία του αγίου Νεκταρίου κυμαίνεται ανάμεσα στην αφέλεια και το γκροτέσκο. Κακογραμμένοι διάλογοι που σημαδεύονται από σοβαροφάνεια, υπερβολικές ερμηνείες που πηγάζουν από καρικατούρες αντί αυθεντικών χαρακτήρων, ανύπαρκτο σενάριο σε μια ιστορία που επιλέγει τις εύκολες λύσεις αντί μιας ψαγμένης άποψης που έχει την αγωνία – και κυρίως την διάθεση- να αναζητήσει την ιστορική αλήθεια γύρω από το πρόσωπο του αγίου της Αίγινας, μένοντας μόνο στο θέμα της εκκλησιαστικής διαφθοράς. Η επιλογή του Σερβετάλη στον κεντρικό ρόλο αποδεικνύεται ατυχής, πέφτοντας κι αυτός θύμα μιας υπερφίαλης ταινίας παραδομένης σε όλα τα κλισέ του είδους». Ο Ηλίας Φραγκούλης στο «Free Cinema» υπογράφει την πιο ιλαρή κατεδαφιστική κριτική, καθώς αντιμετωπίζει το όλο κινηματογραφικό εγχείρημα ως τον ορισμό της απόλυτης παρωδίας: «Ο «Άνθρωπος του Θεού» εμφανίζεται στην οθόνη σαν… Μαν οβ Γκοντ (με λατινικούς χαρακτήρες) και κατόπιν γουί ντισκάβερ δατ δε ματζόριτι οβ δε ντάιλογκ ιζ ιν ίνγκλις! Με ελάχιστες στιγμές εξαιρέσεων, στις οποίες (χου νόουζ γουάι) ακούμε να ομιλείται η ελληνική. Ο δε Νεκτάριος γράφει δια χειρός πότε στα ίνγκλις και πότε στα ελληνικά. Με τη συντριπτική πλειοψηφία του καστ ν’ αποτελείται από έλληνες ηθοποιούς, αξίζει του γουόντερ κανείς, αφού υπήρξε σκεπτικό ιντερνάσιοναλ καρίαρ φορ δις μούβι, γιατί να μην επιλεχθούν ηθοποιοί που ομιλούν την αγγλικήν ορίτζιναλι, ώστε ν’ αποφευχθεί όλο αυτό το “γκρικ κέφι” με τις προφορές! […] Όσο για τον Άρη Σερβετάλη, μπορεί ο ίδιος να μην έχει συναίσθηση του χάου μπάντλι χι ακτς σχεδόν σε κάθε ταινία που τον βλέπουμε εδώ και χρόνια, όμως εδώ η κατάσταση ξεπερνά κάθε αντοχή! Η έκφραση του πράου δεν σημαίνει πως ο Νεκτάριος έπρεπε να προσωποποιηθεί σαν το απαύγασμα του κατατονικού, στα πρόθυρα του να κοιμάται όρθιος ο ηθοποιός! […] Εάν ιζ φάκινγκ μπορντ γουίδ άκτινγκ ιν σίνεμα, ας παραμείνει στο θέατρο, όπου όλο του το σινάφι χαϊδολογά αυτάρεσκα αλλήλους “ερμηνευτές”. Εντ γουόρλντ πις». Ο Αντώνης Μποσκοϊτης στο «Κουτί της Πανδώρας» κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση που –εάν συνυπολογίσουμε τι ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα- ενέχει και μια προφητική διάσταση: «Ο Ταρκόφσκι ήταν ένας ποιητής της εικόνας – όσο κλισέ κι αν ακούγεται, έστηνε γεωμετρικά πλάνα και η όλη του, χριστιανικού τύπου, προβληματική πήγαζε από την επιθυμία να κάνει σινεμά, το οποίο θα στέκεται ως φιλοσοφικό δοκίμιο. Καμία σχέση – και είμαι κάθετος σ’ αυτό – με την εργασία της Πόποβιτς, που στοχεύει ξεκάθαρα σ’ ένα εμπορικό σινεμά, το οποίο σινεμά θα μπορούσε να ήταν κι ένα τηλεοπτικό σήριαλ σε συνέχειες, λέμε τώρα…». Κι εν κατακλείδι ο Γιάννης Βασιλείου στη «Lifo» αναρωτιέται: «Τι εξυπηρετεί μια κριτική για μια ταινία υπεράνω κριτικής, όπως ο «Άνθρωπος του Θεού»; Τόσο το βασικό target group του, που θα προσέλθει στις αίθουσες για να ανάψει ένα κεράκι, όσο κι εκείνοι που ξεπατώθηκαν στο γέλιο στο άκουσμα του concept και μόνο, έχουν σχηματίσει ήδη ακλόνητη άποψη για την ταινία κι ένα κείμενο γι’ αυτή διόλου δεν τους αφορά».
Η ολοφάνερη δυσαρμονία ανάμεσα στη δυσφορία των κριτικών και στον ενθουσιασμό της κοινής γνώμης δεν πέρασε απαρατήρητη και σ’ ένα δικό μου κείμενο στα «Νέα», γραμμένο εν θερμώ στις αρχές Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς: «Μέσα στο πρώτο πενθήμερο προβολής του, ο «Άνθρωπος του Θεού» προσεγγίζει τα 80.000 εισιτήρια και συνεχίζει τη θριαμβευτική του πορεία ακάθεκτος. Οι κακόπιστοι θα μπορούσαν φυσικά να αντιτείνουν ότι, εάν διαιρέσεις αυτές τις δεκάδες χιλιάδες των θεατών με τις εκατόν δεκαεπτά αίθουσες όπου προβλήθηκε πανελλαδικά (ίσως η μόνη ταινία αυτού του είδους που έτυχε ποτέ τόσο ευρείας διανομής), το αποτέλεσμα δεν ηχεί ιδιαίτερα συγκλονιστικό, αλλά και πάλι δείχνουν να παρακάμπτουν ότι μιλάμε για μία από τις στατιστικά χειρότερες εβδομάδες διαχρονικά, μια εβδομάδα που και χωρίς την πανδημία, πόσω μάλλον με την πανδημία στο σβέρκο, οι αιθουσάρχες βλέπουν θεατή με το κιάλι. Προκειμένου να συντελεστεί αυτό το θαύμα, συνέβαλαν και μια σειρά από μικρότερα θαύματα, δευτερεύοντα μεν αλλά όχι ελάσσονος βεληνεκούς, όπως το θαύμα του Μίκι Ρουρκ, που αναγράφεται στις αφίσες της ταινίας ως ο ένας από τους τρεις πρωταγωνιστές, μαζί με τον Άρη Σερβετάλη και τον Αλεξάντερ Πετρόφ, ενώ η παρουσία του στο φιλμ δεν υπερβαίνει τα τέσσερα λεπτά σκάρτα. Αυτό όμως δεν είναι θαύμα του αγίου Νεκταρίου. Είναι θαύμα της Feelgood». Όπου Feelgood, η εταιρεία διανομής.
Ο ίδιος ο Σερβετάλης είχε διανύσει ήδη μια σεβαστή διανοητική απόσταση –άλλοι έλεγαν προς τα εμπρός, άλλοι έλεγαν προς τα πίσω- από την πρώτη τηλεοπτική του εμφάνιση, προ εικοσαετίας, στο εμβληματικό «Είσαι το ταίρι μου», όπου ερμήνευε τον «Λάζαρο», έναν ιδιόρρυθμο νεαρό με βαμμένη μοϊκάνα κι έντονη επικοινωνία με τον «Μήτσο», μια σαύρα (κάτι που χρόνια αργότερα θα οδηγήσει σε ευτράπελους συνειρμούς με ανάλογη επικοινωνία του αγίου Παϊσίου), είχε ήδη εκδηλώσει τις μεταφυσικές του ανησυχίες, είχε προσεγγίσει (ή μήπως είχε προσεγγιστεί;) ισχυρούς παράγοντες του Αγίου Όρους, αλλά δεν είχε ακόμη προαχθεί σε «ομολογητή» του αντιεμβολιαστικού κινήματος, όπως θα έπραττε δύο μήνες κατόπιν, τον Νοέμβριο του 2021, αρνούμενος να συμμετάσχει στο θεατρικό ανέβασμα του «Ρινόκερου» του Ευγένιου Ιονέσκο, σε μια παράσταση όπου –δεδομένων των τότε συνθηκών με την εξέλιξη της πανδημίας- θα επιτρεπόταν μονάχα η παρουσία εμβολιασμένων.
✳︎
Διαβάστε τη Συνέχεια του αποσπάσματος Ε Δ Ω >>>
◉
plaisir: John -the Unique·
10/11/2016 § Σχολιάστε
“My name’s John Ford. I make Westerns”

Δεκαετία του ’50. Στο Σωματείο Σκηνοθετών (Directors Guild of America) την εποχή του «μακκαρθισμού» μια κλίκα με επικεφαλής τον Cecil B. DeMille πίεζε ασφυκτικά τα μέλη να υπογράψουν δήλωση νομιμοφροσύνης ενάντια στον «φιλο-σοσιαλιστή» τότε πρόεδρο Joseph L. Mankiewicz.
Τελικά η Γενική Συνέλευση συγκλήθηκε. Η ομάδα που επηρέαζε ο Cecil B. DeMille εκφωνούσε λόγους ατέλειωτους, ο ίδιος δε (ο Cecil B. DeMille) έβγαλε λόγο διάρκειας τεσσάρων ωρών(!) που θα ζήλευε και ο Φιντέλ Κάστρο. Όπως αναφέρει ο Mankiewicz, όλοι αναρωτιόντουσαν τι σκεφτόταν και τι θα πει -και αν θα πει κάτι- ο John Ford ως μία από τις μεγάλες τότε προσωπικότητες του Σωματείου, ώστε να επηρεασθούν από αυτόν. Όταν επιτέλους τέλειωσε το λογίδριό του ο Cecil B. DeMille επικράτησε μια βουβή παγωμάρα ενός περίπου λεπτού·και τότε ο… John Ford σήκωσε το χέρι του και είπε: “My name’s John Ford. I make Westerns” («Τ’όνομά μου είναι John Ford. Κάνω γουέστερν») και συνέχισε: I don’t think there’s anyone in this room who knows more about what the American public wants than Cecil B. DeMille — and he certainly knows how to give it to them…. [looking at DeMille] But I don’t like you, C.B. I don’t like what you stand for and I don’t like what you’ve been saying here tonight.” (δεν υπάρχει κανείς σε αυτή την αίθουσα που να ξέρει περισσότερα για το τι θέλει το Αμερικάνικο κοινό από τον Cecil B. DeMille» Ύστερα [κοιτώντας τον DeMille] «Όμως δεν μ’ αρέσεις, κι ούτε μ’ άρεσαν αυτά που είπες εδώ απόψε). «Ας δώσουμε τώρα ψήφο εμπιστοσύνης στον Joe (Mankiewicz) κι ας πάμε σπίτι μας να κοιμηθούμε.» -Όπως κι έγινε!
Μια άλλη φορά, θα γράψω για μερικά από τα υπέροχα γουέστερν του που· τόσο αγάπησα. Ε δ ώ η πλήρης φιλμογραφία του.
*
![]()
Κλείνοντας εισιτήρια Aegean από εδώ, ενισχύετε τις Στάχτες



