plaisir: François
10/06/2009 § Σχολιάστε

Το τελευταίο μετρό, François Truffaut, 1980.
Εγκώμιο στην υποκριτική τέχνη, εγκώμιο τέχνης – τέχνης εγκώμιο και τρόπος ζωής, η καταπιεσμένη διφορούμενη, η διπλή προσωπικότητα όλων μας. Θεατρίνοι στην προσπάθεια επιβίωσής τους σε συνθήκες πολέμου και κατοχής, άνθρωποι χωρισμένοι, κομμένοι στα δύο, αντιμέτωποι με μια σχιζοφρενική πραγματικότητα που ζουν υποδυόμενοι πως ζουν· η τέχνη υποκαθιστά την κατεστραμμένη -από τις συνθήκες- ζωή· η οποία υποχρεούται να υπάρξει μαζί με τους μύθους, τα πάθη της. Μαζί με όλα τα αναγκαία συστατικά της πνοής. Η υπέροχη προτελευταία ταινία του του Τρυφώ επαναπραγματεύεται τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης όπως στην Αμερικάνικη Νύχτα του, αν και σε ορισμένες στιγμές βρίσκεται να συγγενεύει και να θυμίζει το Ζυλ και Τζιμ, με έναν άλλο όμως τρόπο γραφής, ο φακός καταγράφει ανθρώπινες υπάρξεις που ανύμπορες να ζήσουν γίνονται θεατές ενός θεάτρου μέσα στο θέατρο της κατοχής, του πολέμου, του πάθους.
Κοιτώ τις σημειώσεις που έχω φυλαγμένες στο πάτο του προπολεμικού μπαούλου, ενός προ-πάππου μου, εκεί που φυλώ τα ξεχασμένα. Στα χέρια μου, το κιτρινισμένο από το χρόνο απόσπασμα της κριτικής του γνωστού μας Βασίλη Ραφαηλίδη (‘Το Βήμα 23.03.1982″)που κάπου σημειώνει: «… Όλοι οι θεατρίνοι της ταινίας επιβιώνουν γιατί είναι πρόσωπα με δυο όψεις, σαν τον Ιανό. Το ένα είναι το πρόσωπο της καθημερινής συμβατικής συμπεριφοράς, της καθορισμένης απ’ τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού και το άλλο μοιάζει σαν φτιαγμένο υποσυνείδητο...»

.
.
plaisir: Sergei
02/06/2009 § Σχολιάστε

still από την περίφημη σκηνή στα σκαλοπάτια
Θωρηκτό Ποτέμκιν. Sergei Eisenstein 1925. Δραματοποιημένη, τύπου ντοκιμαντέρ, ταινία της εξέγερσης των ναυτών του ομώνυμου θωρηκτού στην Οδησσό, το 1905. Αφορμή της εξέγερσης, ένα κομμάτι σάπιο κρέας.
Ογδόντα τέσσερα χρόνια έχουν περάσει, κι η συνθετική δύναμη των εικόνων της ταινίας παραμένει αξεπέραστη, διδάσκει ακόμα αισθητική…
Ο ίδιος, ο Αϊζενστάιν στο βιβλίο «Σκέψεις μου για τον κινηματογράφο» (εκδόσεις Φέξη, 1964) γράφει για την περίφημη σκηνή της σκάλας:
«… Γεννήθηκε στιγμιαία από την άμεση επαφή. Έχουν πει πως τάχα μου ήρθε η ιδέα της καθώς έφτυνα κερασοκούκουτσα από το πάνω μέρος της σκάλας, από το μνημείο του Ρισελιέ, που πηδούσαν στα σκαλοπάτια. Ο μύθος έχει χρώμα, μα δεν παύει να είναι μύθος. Εκείνο που γέννησε την ιδέα της σκηνής είναι η ίδια η φυγή που έχουν τα σκαλοπάτια. Το πέταγμά τους έδωσε φτερά στη φαντασία του σκηνοθέτη. Η πανικόβλητη φυγή του πλήθους, που πετά από σκαλί σε σκαλί, δεν κάνει άλλο παρά να εξωτερικεύει υλικά την πρώτη μου εντύπωση από τη σκάλα…»
.
.
Μηντιαλογίες: Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος
01/04/2009 § Σχολιάστε

του Γιάννη Ζουμπουλάκη στο «Το Βήμα, Κυριακή 29.03.09»
Θα πρέπει να είσαι υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό σου για να ονομάσεις μια ταινία «Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος». Οπου ανέφερα αυτόν τον τίτλο γελούσαν. Μα με το χέρι στην καρδιά τώρα, θα προτείνατε ποτέ σε κάποιον να πάει να δει μια ταινία με αυτόν τον τίτλο;
Και όπως θα το περίμενε κανείς, ο τίτλος είναι ο καθρέφτης του περιεχομένου. Σε αυτό το ρεσιτάλ αερολογίας και κακής υποκριτικής, σε αυτόν τον καρνάβαλο σοβαροφάνειας, τον ορισμό του ασυνάρτητου μοντάζ, κάτι φαίνεται να τρέχει ανάμεσα στον φύλακα του ηφαιστείου της Νισύρου και σε έναν τύπο που έχει έρθει από την Αθήνα για να γυρίσει εκεί μια ταινία. Δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους. Τσακώνονται.
Εν τω μεταξύ το φιλμ μεταφέρεται συχνά στο παρελθόν, όπου η Λυδία Κονιόρδου με ευκολία κατορθώνει να μας σπάσει τα νεύρα ενώ προσπαθεί να μιλήσει τέλεια την τοπική διάλεκτο υποδυόμενη μια κυρά που θέλει να παντρέψει την κόρη της. Μα γιατί γίνονται όλ΄ αυτά; Ουδείς γνωρίζει. Και γιατί να τα παρακολουθούμε; Η ίδια απάντηση. Τι απομένει στο τέλος; Ενα καμένο πόδι να βγαίνει από τον κρατήρα του ηφαιστείου. Εικόνα βγαλμένη από τα σωθικά μιας gore ταινίας του Λούτσιο Φούλτσι. Αλλ΄ αντ΄ άλλων. Μερικούς μήνες μετά την παρθενική προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ο «Αρσιβαρίστας» καλείται να δοκιμαστεί στις αίθουσες και ως διά μαγείας λείπει περίπου ένα 25λεπτο. Το κόψιμο δεν σώζει τίποτε αλλά τουλάχιστον το μαρτύριο είναι μικρότερο σε διάρκεια. Αναρωτιέμαι όμως: Αν η κυρία Αλεξανδράκη ανέβασε την ταινία στη Θεσσαλονίκη στα 116΄ πεπεισμένη ότι έχει γυρίσει την ταινιάρα της ζωής της, τι μεσολάβησε και την έκοψε στα 91΄; Προφανώς κάποιος θα της είπε ότι το φιλμ δεν βλέπεται και ότι ενδέχεται κάποια άκρη να βρεθεί στη μονταζιέρα. Αμ δε! Χειρότερη είναι. Αλλά και πάλι πώς να εμπιστευθείς τη δεύτερη εκδοχή μιας αφόρητης ταινίας από τη στιγμή που η ίδια η δημιουργός δεν είχε τη στοιχειώδη λογική να καταλάβει από την αρχή τι μπούρδα έχει γυρίσει; Και γιατί να ξαναδώ (που την ξανάδα, δυστυχώς) μια μπούρδα μικρότερης διάρκειας;
Είναι τρομερά εξοργιστικό το ότι κάποιοι ατάλαντοι παίζουν με τα λεφτά του ελληνικού Δημοσίου (συμπαραγωγή Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου αλλά και ΕΡΤ) για να γυρίσουν το στραβό τους και το κοντό τους και γενικώς ό,τι τους κατεβαίνει στο άδειο τους κεφάλι.
….
Σημείωση Αγριμολόγου:
Το εξοργιστικότερο είναι η τελευταία παράγραφος, το «κάποιοι ατάλαντοι παίζουν με τα λεφτά του ελληνικού Δημοσίου…» Πως γίνεται, και με ποια λογική χρηματοδοτούνται όλες οι ταινίες, όλα τα θεατρικά σχήματα, πολλές συναυλίες καλλιτεχνών (μερικών της παραλιακής πίστας). Με την ίδια λογική θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται οι εικαστικοί καλλιτέχνες-δημιουργοί, να μην μιλήσουμε για ποιητές, ακόμη και ώριμους· με έργο σημαντικό πίσω τους, που πληρώνουν από την τσέπη τους την έκδοση μιας συλλογής, κι ας «στεγάζεται» υπό το όνομα –και τη «βιτρίνα»– γνωστού εκδοτικού οίκου. Οι άνθρωποι του σινεμά και του θεάτρου (+ την γκλαμουριά που απολαμβάνουν ορισμένοι από αυτούς ), θεωρούνται περισσότερο καλλιτέχνες-δημιουργοί από τους υπόλοιπους; Πάντα είχα την απορία. Υπουργείο Πολιτισμού: Ένα ιδιαίτερα άχρηστο και άδικο υπουργείο
.
.
plaisir: Κλέφτες ποδηλάτων
31/03/2009 § Σχολιάστε
Ladri di biciclette – Vittorio De Sica, 1948


Άνεργος. Η οικογένειά του ζει μέσα στην φτώχεια μήνες τώρα, ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Επιτέλους του παρουσιάζεται η ευκαιρία να προσληφθεί αφισοκολλητής. Η χαρά του μεγάλη – η μόνη προϋπόθεση για την δουλειά, ένα ποδήλατο, η γυναίκα του βάζει ενέχυρο τα σεντόνια του κρεβατιού τους, το αγοράζει. Την πρώτη μέρα της δουλειάς του το κλέβουν. Ένα άνεργος με τον γιο του, περιπλανώνται στους δρόμους της Ρώμης ψάχνοντας μέσω του ποδηλάτου μια χαμένη αξιοπρέπεια.
Πατέρας και γιος χαίρονται μερικές στιγμές σ’ ένα εστιατόριο.
Οι συγκινητικές σκηνές του φινάλε, η ταπείνωση, το κλάμα.
Τον πατέρα παίζει ο Lamberto Maggiorani, τον γιο ο Enzo Staiola.
Ένα αξέχαστο, ακατέργαστο διαμάντι του ιταλικού νεορεαλισμού. Ας ευχαριστήσουμε τους ανώνυμους χρήστες του διαδικτύου που με μεράκι μας προσφέρουν διασώζοντας εικόνες μιας ζωής. Του δικού μας κόσμου.
Courtesy of italianfilmfest
.
.