Λίτσα Χατζοπούλου: Ένα βιβλίο για τον Α.Ρ. Ραγκαβή
22/03/2009 § Σχολιάστε
Η καλή μου φίλη και τακτική συνεργάτις του περιοδικού «Στάχτες» – Λίτσα Χατζοπούλου κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο:
«Α.Ρ. Ραγκαβής: ένας ‘στρατευμένος’ στον 19ο αιώνα«, Εκδόσεις Τόπος.
«… οι ιστορίες του Ραγκαβή ηχούν σαν προφητική προειδοποίηση. Σε ποιο βαθμό ο κόσμος μας έχει απαλλαγεί από τη δουλεία ή από την παιδική εργασία, σε ποιο βαθμό η εξουσία καθοδηγείται από τη φρόνηση, σε ποιο βαθμό τα δικαιώματα των γυναικών έχουν καταστεί κοινός τόπος; Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες διανοούμενους που αφουγκράστηκε την οικουμενικότητα αυτών των προβλημάτων και αυτό το βιβλίο το αποδεικνύει με συναρπαστικό τρόπο…»
—
Η Λίτσα Χατζοπούλου μιλάει για τη μελέτη της πάνω στο έργο του Α.Ρ. Ραγκαβή
Η συγγραφή του βιβλίου
Την απόδοση αφηγημάτων του Ραγκαβή στη σημερινή γλώσσα μου την πρότεινε ο Δημήτρης Καλοκύρης, τον καιρό που ετοιμάζαμε μιαν έκθεση για τα ταξίδια του Ν. Καζαντζάκη. Η πρότασή του αφορούσε τον Αυθέντη του Μωρέως, αλλά όταν συνάντησα τον Άρη Μαραγκόπουλο για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες του εγχειρήματος, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από τρία διηγήματα, τη «Λέιλα», το «Χρυσό μαστίγιο» και το «Γκλουμυμάουθ».
Ομολογώ ότι για αρκετά χρόνια αντιμετώπιζα με επιφύλαξη τις απόπειρες να αποδοθούν κείμενα της καθαρεύουσας στα νεοελληνικά. Πιθανόν αυτό να σχετίζεται με το γεγονός ότι η πολύχρονη έρευνα και μελέτη της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, με είχε «αποκόψει», κατά κάποιον τρόπο, από το σήμερα. Έτσι, θεωρούσα ότι τα κείμενα εκείνης της εποχής εξακολουθούσαν να είναι προσιτά στους σημερινούς αναγνώστες, αρκεί να έκαναν τον κόπο να συμβουλευτούν ένα λεξικό. Φυσικά, τούτο δεν ισχύει και για να συνειδητοποιήσω πόσο είχα παρασυρθεί στον κόσμο των παλαιότερων κειμένων, χρειάστηκε να απομακρυνθώ για κάποιο διάστημα από αυτά.
Είναι μεγάλη συζήτηση το αν πρέπει και γιατί να αποδίδουμε τα κείμενα της καθαρεύουσας στη νεοελλληνική. Πάντως, είναι εύλογη η απορία γιατί, ας πούμε, δεν εγείρονται αντιρρήσεις για τη μετάφραση του Πλάτωνα ή του Θουκυδίδη (δεν αναφέρω ξένους συγγραφείς, για να προλάβω την αναμενόμενη απάντηση ότι σ’ αυτήν την περίπτωση μιλάμε για ξένη γλώσσα και όχι για παλαιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας) – επιπλέον, θα ήθελα να ξέρω αν παρόμοιες αντιδράσεις παρατηρήθηκαν στην Αγγλία, λ.χ., όταν εκσυγχρονίστηκαν τα σεξπηρικά κείμενα. Όπως και να ’χει, αυτή η απόλυτη άρνηση να αποδίδουμε τα κείμενα της καθαρεύουσας στη νεοελληνική νομίζω πως τα καταδικάζει στη λήθη. Δεν ισχύει πάντα η άποψη ότι αν ένας συγγραφέας είναι καλός, θα επιβιώσει και σε μεταγενέστερες εποχές. Η επιβίωση ενός συγγραφέα δεν είναι υπόθεση μεταφυσικών παραμέτρων αλλά εξαρτάται από αντικειμενικούς παράγοντες. Η ποιότητα των κειμένων του είναι, βέβαια, ένας από αυτούς, αλλά όχι ο μοναδικός· σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος της κριτικής, το κατά πόσον η γλώσσα του είναι κατανοητή από τους μεταγενέστερους, ακόμη και το αν μπορεί κανείς να βρει τα κείμενά του σε χρηστικές εκδόσεις κλπ.
Βέβαια, εγείρεται ένα άλλο ερώτημα: ποιους από τους παλαιότερους συγγραφείς «μεταφράζουμε» στα νεοελληνικά; Κανονικά, όλους: έτσι κι αλλιώς είναι κομμάτι της λογοτεχνικής μας ιστορίας και συχνά ένα μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις και που σήμερα θα το κατατάσσαμε στην «παραλογοτεχνία», ίσως επηρέασε τους αναγνώστες πολύ περισσότερο από ένα μυθιστόρημα που περιλαμβάνεται στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά εδώ και πάλι θα εμπλακούμε σε μιαν ατέρμονη συζήτηση περί της «υψηλής» και της «χαμηλής» τέχνης, της μαζικής κουλτούρας κλπ.
Στην περίπτωση του Ραγκαβή πάντως η απόφαση δεν ήταν δύσκολη. Σημαίνουσα προσωπικότητα του αθηναϊκού ρομαντισμού και με ενεργό ανάμειξη στην πνευματική και την πολιτική ζωή του νέου κράτους, ο Ραγκαβής ουσιαστικά ήταν εκείνος που καθιέρωσε το διήγημα στη λογοτεχνία μας. Μ’ αυτό δεν θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία διηγηματογράφων όπως ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης. Λέω κάτι πολύ πιο απλό: ότι ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε το αφηγηματικό αυτό είδος. Προηγουμένως, είχε δημοσιεύσει διηγήματα ο Ιωάννης Δεληγιάννης, αλλά είναι ενδιαφέρον ότι το παράδειγμά του δεν το ακολούθησε κανείς εκτός από τον Ραγκαβή.
Πέρα από αυτά τα αμιγώς φιλολογικά στοιχεία (που ίσως δεν ενδιαφέρουν πολύ τον σημερινό αναγνώστη), τα διηγήματα του Ραγκαβή αποδεικνύονται εξαιρετικά επίκαιρα στην εποχή μας. Παρ’ όλο που έχουν περάσει πάνω από 150 χρόνια από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκαν, τα θέματά τους εξακολουθούν να αφορούν σημερινά προβλήματα, τα οποία στην εποχή μας απλώς εμφανίζονται κάτω από άλλες ονομασίες: σήμερα το «δουλεμπόριο» το λέμε “trafficking” αλλά η ουσία της πράξης δεν αλλάζει. Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πόσο λίγο έχει αλλάξει ο κόσμος, τελικά, και πόσο οξυδερκείς ήταν ορισμένοι άνθρωποι στο παρελθόν, οι οποίοι – ατυχώς– δεν εισακούστηκαν.
Είναι αλήθεια ότι η έρευνα και η κριτική των τελευταίων χρόνων έχει αποκαταστήσει τους πεζογράφους της ρομαντικής περιόδου και τους αντιμετωπίζει πια χωρίς τα στερεότυπα και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της παλαιότερης κριτικής. Ήδη έχει επισημανθεί η ουσιαστική επαφή του Ραγκαβή όχι μόνο με την ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του, αλλά και με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η δική μου έρευνα, τα πορίσματα της οποίας διατυπώνονται στην εισαγωγή του βιβλίου, διευρύνει το πεδίο αυτής της επαφής και συνδέει τον Ραγκαβή με τη λογοτεχνία και τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς των πρώτων χρόνων του αγγλικού ρομαντισμού, ειδικότερα της κρίσιμης δεκαετίας του 1790. Κατά τη γνώμη μου, ο φαναριώτης συγγραφέας ήταν ένθερμος οπαδός της φιλοσοφίας των φυσικών δικαιωμάτων και από αυτήν την οπτική προσεγγίζει τα κοινωνικά προβλήματα στην πεζογραφία του.
Λίτσα Χατζοπούλου, Ιανουάριος 2009
.
.
Σχολιάστε