[Το γελοίο και η πολιτική·

03/03/2023 § Σχολιάστε

B7N52B Who stole the people’s money? ‘Twas him. Thomas Nast cartoon about Tammany Hall corruption, 1871. Hand-colored woodcut

Από την κλασική αρχαιότητα ήδη ο έλεγχος της πολιτικής διά του κωμικού υπήρξε διακριτό στοιχείο της δημοκρατίας. Η ελευθερία να κρίνονται τα πρόσωπα και τα πράγματα της πόλης, να αποκαθηλώνονται οι μεγαλόσχημοι και η εξουσία να έρχεται στα ανθρώπινα μέτρα μέσω της γελοιοποίησης των υπερβολών της χαρακτήρισε την ακμή του αθηναϊκού πολιτεύματος.

Ο Αριστοφάνης ήταν μόνο ο κορυφαίος μιας πλειάδας κωμικών ποιητών (Πολύζηλος, Κράτης, Κρατίνος, Πλάτων ο Κωμικός) που έθεσε τις βάσεις της δυτικής σάτιρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης αφιέρωσε το χαμένο δεύτερο βιβλίο της Ποιητικήςτου στην πραγμάτευση της κωμωδίας, ούτε και το γεγονός ότι η λαϊκή παράδοση από την οποία καταγόταν το είδος διαπερνά τα ρωμαϊκά χρόνια και επιζεί σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Απαράγραπτο στοιχείο του καρναβαλιού ήταν η αντιστροφή της ιεραρχίας και το σκώμμα κατά της εξουσίας: τις ημέρες του εορτασμού του ο αστεϊσμός και η γελοιοποίηση αρχών και αρχόντων αποτελούσαν επιβεβλημένες τελετουργίες που εκτόνωναν τη δυσαρέσκεια των υπάλληλων στρωμάτων.

Αυτές οι λειτουργίες κληροδοτούνται και στη σύγχρονη εποχή, παράλληλα όμως η σχέση γελοίου και πολιτικής μοιάζει να μεταβάλλεται. Το γέλιο μπορεί να σαρκάσει τους κρατούντες αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να στραφεί κατά των μειοψηφιών, των αδύναμων, των διαφορετικών. Μέρος της προπαγάνδας των ολοκληρωτικών καθεστώτων υπήρξε η απόπειρα γελοιοποίησης των εξωτερικών επικριτών και των εσωτερικών αντιπάλων τους.

Οι εκάστοτε «εκφυλισμένοι» ή «εχθροί του λαού» εκτός από προδότες παρουσιάζονταν και ως καταγέλαστα πρόσωπα. Πολύ πιο πρόσφατα, η διαδεδομένη στη Δύση πόλωση αρνείται τον σεβασμό στην αντίπερα όχθη του πολιτικού σκηνικού αντικαθιστώντας τον με την καρικατούρα. Την ίδια στιγμή η άνοδος του λαϊκισμού φέρνει στο προσκήνιο πολιτικούς που μοιάζουν καρικατούρες οι ίδιοι. Διαχειριζόμενοι με δεξιοτεχνικό τρόπο παρόμοια χαρακτηριστικά, πρόσωπα όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον όχι μόνο πέτυχαν να πείσουν για την υποτιθέμενη αντισυστημικότητά τους, αλλά κάλυψαν τις αδυναμίες ή τα επικίνδυνα για τον πλουραλισμό στοιχεία του προγράμματός τους.

Στην εποχή των κοινωνικών μέσων, των πάσης φύσεως influencers και του 24ωρου ειδησεογραφικού κύκλου όπου όλα τελικά εκπίπτουν στο τετριμμένο, ένας πολιτικός που ενστερνίζεται το γελοίο εμφανίζεται ακίνδυνος. Παίζοντας το παιχνίδι της υπερβολής με τους 140 χαρακτήρες του Twitter μπορεί να λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους, βέβαιος ότι δεν υπάρχει αρνητική δημοσιότητα και η οποιαδήποτε τυχόν ζημιά στη δημοτικότητά του θα εξαλειφθεί εν ριπή οφθαλμού.

Πίσω από την πολιτική του γελοίου ή τη γελοιοποίηση της πολιτικής, ωστόσο, δεν παύουν να υφίστανται συγκεκριμένες απόψεις, διόλου συμβατές με τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας – και αυτές θα πρέπει να συνηθίσουμε να διακρίνουμε κάτω από το θεατρικό προσωπείο.

*

©Το Βήμα / Νέες Εποχές 14.02.2023

Advertisement

[οι ρίζες του μίσους·

06/08/2022 § Σχολιάστε

Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997)

Η πλήρης δημοκρατία και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα.

Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δύο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία «διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.

Κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, οι δύο διαστάσεις του μίσους χαλιναγωγούνται σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά στις πιο δραματικές εκδηλώσεις τους. Εν μέρει αυτό επιτυγχάνεται μέσω του μόνιμου αντιπερισπασμού που ασκείται στην καταστροφική τάση από τους «εποικοδομητικούς» κοινωνικούς σκοπούς -την εκμετάλλευση της φύσης, το συναγωνισμό διαφόρων ειδών (τις «ειρηνικές» αγωνιστικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, τον οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό, κ.τ.λ.). Όλες αυτές οι διέξοδοι κατευθύνουν ένα μέρος του μίσους και της «διαθέσιμης» καταστροφικής ενέργειας, αλλά όχι το σύνολό τους.

Το κομμάτι του μίσους και της καταστροφικότητας που απομένει φυλάσσεται σε μία δεξαμενή έτοιμη να μετατραπεί σε καταστροφικές δραστηριότητες, σχηματοποιημένες και θεσμοθετημένες, που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων -δηλαδή να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτό δε σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η «αιτία» του πολέμου. Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος, όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός, του πολέμου.

Το μίσος καθορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσω αυτού. Η φράση του Αντρέ Μαλρό «είθε η νίκη σε αυτόν τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δε θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δε βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητά τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένα, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά.

Και αυτό, με τη σειρά του, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις ψυχικές ανάγκες του ατόμου. Γιατί ό,τι υπάρχει πέρα από τον κύκλο σημασιών που τόσο επίπονα περιέβαλε στο δρόμο προς την κοινωνικοποίηση είναι λανθασμένο, άσχημο, ασύνετο. Το αυτό συμμερίζεται η ομάδα στην οποία ανήκει: φυλή, χωριό, έθνος, θρησκεία. Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι κάθε απειλή προς τις θεσμοθετημένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν τα άτομα, βιώνεται από αυτά ως πιο σοβαρή από μία απειλή κατά της ζωής τους.

Τα χαρακτηριστικά αυτά παρατηρούνται με μεγαλύτερη ένταση στις εντελώς κλειστές κοινωνίες: στις αρχαϊκές ή παραδοσιακές, αλλά ακόμη περισσότερο στις σύγχρονες απολυταρχικές. Η κύρια απάτη είναι πάντα: οι κανόνες μας είναι το καλό, το καλό είναι οι κανόνες μας, οι κανόνες μας δεν είναι ίδιοι με τους δικούς τους, άρα οι κανόνες τους δεν είναι καλοί.

Επίσης: ο θεός μας είναι ο αληθινός, η αλήθεια είναι ο θεός μας, ο θεός μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους, άρα ο θεός τους δεν είναι ο αληθινός.

Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους, αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς, είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι, θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.

Δεν απομένει λοιπόν παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δε συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση «μη θρησκευτικών» πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματικά στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;

Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δε μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες «ανεπτυγμένες» και «δημοκρατικές».

Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν στον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να «εξηγήσουμε» γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική «εξήγηση».

Μπορώ μόνο να αναφέρω έναν παράγοντα που αφορά στις μαζικές εκρήξεις εθνικού και ρατσιστικού μίσους στη σύγχρονη εποχή. Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα», και όξυνε το μίσος προς τους ξένους. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες που υφίστανται το σοκ της εισβολής του μοντέρνου τρόπου ζωής, άρα και την κονιο­ποίηση των παραδοσιακών ση­μείων αναφοράς με τα οποία ταυτίζονται τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του θρησκευτικού και/ή εθνικού φανατισμού.[…]

Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα.

[Πηγή: http://www.doctv.gr

[θαυμασμός σε αυτούς που δεν αμφιβάλλουν ποτέ·

13/05/2021 § Σχολιάστε

Cy Twombly, oil on canvas, 1961

Θαυμάζω τους ανθρώπους που, στην αρχή μιας πολεμικής ή βίαιης σύρραξης με θύματα,  χωρίς κανένα δισταγμό, και σε κλάσματα δευτερολέπτου, έχουν διαλέξει «με ποιους θα πάνε και ποιους θ’ αφήσουν». Και όχι, μία φωτογραφία με παιδάκια να κλαίνε δεν είναι πάντα η αλήθεια, είναι ένα παγωμένο στιγμιότυπο ενός τεράστιου συνόλου με πολλές παραμέτρους που δεν θα μπορούσε να «πιάσει» ένας φωτογραφικός φακός. Όμως, πάραυτα, κάποιοι δεν χρειάζονται ποτέ πάνω από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να συμμαχίσουν «με τους, (κατά την άποψή τους) αδικημένους». Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τόσους ανθρώπους με τόση συσσωρευμένη σοφία και γνώση, που γνωρίζουν εις βάθος Όλα τα αίτια των διεθνών συγκρούσεων. Μπράβο. Γνωρίζουν τα πάντα.

Πως να μην θαυμάσει κανείς, αυτούς που δεν έχουν ποτέ, καμία αμφιβολία.

[Pascal Bruckner, «Το Ισλάμ δεν είναι μόνο πρόβλημα, είναι ταυτόχρονα και σύμπτωμα»

17/12/2020 § Σχολιάστε

Όταν η Ιστορία προειδοποιεί

«Όπου αυξάνει ο κίνδυνος, αυξάνει και η δύναμη αυτού που σώζει»
Χέλντερλιν

©Athens Review of Books, 16/12/2020, Τεύχος 123 – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Βοστόνη, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, ο δυτικός κόσμος βγήκε «από τη χρυσή εποχή της ασφάλειας» (Στέφαν Τσβάιχ). Η συμμαχία που είχαν υποσχεθεί μετά το 1989 οι νεόκοποι προφήτες, ανάμεσα στη δικαιοσύνη, την αγορά και τη δημοκρατία, κλονίστηκε μαζί με τους Δίδυμους Πύργους. H ιστορία δεν άρεσε πια στην Ευρώπη· πίστευε πως είχε αφήσει πίσω της τον εφιάλτη, για πρώτη φορά το 1945, για δεύτερη φορά μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Έχοντας μια νοσηρή αλλεργία στην αντιπαράθεση, προστάτευε τον εαυτό της από το δηλητήριο με προδιαγραφές, κανόνες, διαδικασίες, περιχαρής που δεν την άγγιζαν οι καταιγίδες. Για τους λαούς της, τους αποστειρωμένους, τους ναρκωμένους μέσα στο διπλό κουκούλι του καταναλωτισμού και της ειρήνης, οι επιθέσεις σήμαναν την επιστροφή του μοιραίου που σε κατακεραυνώνει και σε υποχρεώνει να ακολουθήσεις την πορεία του ή να αφανιστείς μέσα στη φρίκη. Ο τρόμος μας μάς εγκαθιστά μέσα στον κόσμο της προειδοποίησης: της επιλογής μεταξύ ζωής και θανάτου. Η σύντομη ανάπαυλα που εγκαινίασε στις 9 Νοεμβρίου 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου έληξε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 με την κατάρρευση των πύργων του World Trade Center. Η ειρήνη ήταν μόνο μια παρένθεση, η ευμάρεια δεν καταλάγιασε τα θρησκευτικά πάθη, οι πόλεμοι ξανάρχισαν, ακόμα πιο φονικοί αφ’ ης στιγμής δεν κάνουν διάκριση μεταξύ στρατιωτών και αμάχων.

Το Ισλάμ δεν είναι μόνο πρόβλημα, είναι ταυτόχρονα και σύμπτωμα. Όταν οι γενειοφόροι εκφράζουν την απέχθειά τους για τη Δύση, δεν χρειάζεται να ψάξουν μακριά για επιχειρήματα, αρκεί να σκαλίσουν την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και φιλοσοφία των τελευταίων δύο αιώνων. Τους προσφέρουμε τα όπλα με τα οποία μας επιτίθενται. Η δίκη της Ευρώπης συνεχίζεται, με ταχείς ρυθμούς, από την ίδια την Ευρώπη. Υπερήφανη που αποδέχεται την ενοχή της επιδεικτικά, διεκδικεί το οικουμενικό και αποστολικό μονοπώλιο της βαρβαρότητας. Ο Παλαιός Κόσμος νίκησε όλα τα τέρατά του, τη δουλεία, την αποικιοκρατία, το φασισμό, τον σταλινισμό, εκτός από ένα: την αηδία για τον εαυτό του. Η βαριά συνείδηση δεν είναι τύψεις για κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα. Έχει γίνει για πολλούς ταυτότητα, η δευτερεύουσα κατοικία των τεθλιμμένων, ένα βολικό καταφύγιο για να αποσυρθούν από την εποχή τους. Το καταραμένο αποφόρι του εγκληματία είναι μια βολική δικαιολογία για την παραίτηση. Ποιον αντιμαχόμαστε; Καταρχάς, τον εαυτό μας, τους ενδοιασμούς και τις αμφιβολίες που μας κατασπαράζουν. Πρέπει να φοβόμαστε λιγότερο το μένος των τρελών του Θεού από τη σφοδρότητα του μίσους μας για τον εαυτό μας, που προστάζει την υποταγή μας. Προφανώς, μια ήπειρος που δεν αγαπά τον εαυτό της δεν μπορεί αν αγαπηθεί από τους άλλους και προετοιμάζει ηθικά τον αφανισμό της. Μπορεί να αποικηθεί διότι έχει καταστεί νοερά αποικίσιμη.

Κι όμως, μέσα στην αγριότητά του, ο εχθρός μάς προσφέρει υπηρεσίες. Αν από τη μια μας τρομοκρατεί, από την άλλη οξύνει την αντίληψη της αντιπαλότητας, αφυπνίζει τo πνεύμα αντίστασής μας. Άθελά του, μας ξανάδωσε τη σημαία μας και τον πατριωτισμό μας. Ξανάδωσε στα παλιά ευρωπαϊκά έθνη πάθος και υπόσταση. Ξανάκανε τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς θετικούς ήρωες στην υπηρεσία της κοινότητας. Πρωτίστως, μας ωθεί να διακρίνουμε τι ανήκει στον χώρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τι αφορά την αντιπαράθεση των ιδεών. Αυτό τον πόλεμο δεν θα τον κερδίσουμε μόνο με κατασκόπους, τανκς και αεροπλάνα – με κίνδυνο να αναπαραγάγουμε την αδυναμία της αμερικανικής υπερδύναμης που συσσωρεύει την μία ήττα μετά την άλλη εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Θα τον κερδίσουμε καταρχάς σε πολιτισμικό επίπεδο, εφόσον πειστούμε και πείσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο για τις εξέχουσες αρετές του πολιτισμού και των ηθών μας. Όπως τον καιρό του φασισμού και του κομμουνισμού, το πεδίο της μάχης μεταφέρεται στη σκέψη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής επικοινωνίας, στην επιχειρηματολογία και κυρίως στην προσεκτική χρήση της έννοιας των λέξεων. Καμιά ιδέα δεν σκοτώνεται με σφαίρες. Ας μην ονειρευόμαστε μια πρόωρη συμφιλίωση. Πρέπει πρώτα να σπάσουμε το απόστημα, να νικήσουμε τον αντίπαλο πριν του δώσουμε το χέρι. Αυτή η αφύπνιση της θρησκευτικότητας, στη σκοταδιστική της μορφή, μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε όσα θεωρούσαμε δεδομένα: την κοσμικότητα του κράτους, την ισότητα ανδρών και γυναικών, το δημοκρατικό πολίτευμα, την ελευθερία του λόγου, την ανεκτικότητα στις ερωτικές επιλογές, την σημασία της θρησκευτικής πίστης και της ασέβειας. Υποχρεώνει τη νεωτερικότητα σε απολογισμό. Πρέπει να αναλογιστούμε ξανά ό,τι έμοιαζε αυτονόητο απέναντι στα επιχειρήματα των πιστών, των θεολόγων, αποφασισμένων να μην κάνουν καμιά υποχώρηση στις επιτρεπτικές κοινωνίες μας. Κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία να βελτιωθούμε. Δεν θα βγούμε αλώβητοι από αυτή θύελλα· είτε θα συντριβούμε είτε θα γίνουμε πιο δυνατοί, με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας να δράσουμε.

Ακόμα κι αν δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο τζιχαντιστικός μηδενισμός θα ηττηθεί αυτό τον αιώνα –πόσα εκατομμύρια θάνατοι θα είναι όμως το τίμημα;– ας δεχτούμε ότι ένας εχθρός γεννήθηκε και μας βοηθά να ξαναγίνουμε προσεκτικοί και περήφανοι για όσα μας κάνουν αυτό που είμαστε. Εδώ ταιριάζει το ρητό του Θουκυδίδη: «Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἡμᾶς βλάπτει ἡ ἔχθρα ὑμῶν ὅσον ἡ φιλία». Αντιφατική η διάθεση που μας γεννά ο αντίπαλος. Θέλουμε να τον νικήσουμε, αλλά και να διατηρήσουμε την ενέργεια που μας εμφυσά. Δεν επιλέγουμε την εποχή μας, δεν επιλέγουμε να είμαστε ή να μην είμαστε αυτής της εποχής. Διεισδύει στις ζωές μας, εν αγνοία μας, μας διατάσσει να ανταποκριθούμε ή να αφανιστούμε. Ζούμε μια τρομερή εποχή. Όσο απαίσια κι αν είναι όμως, είναι συναρπαστική. Είναι αδύνατο να αποφύγουμε την πρόκληση του νέου αιώνα: να κατατροπώσουμε τον φανατισμό της Ημισελήνου στο πλευρό των πεφωτισμένων ή μετριοπαθών μουσουλμάνων που είναι πρωτίστως τα θύματά της. Προκειμένου να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το τεράστιο καθήκον, κανείς δεν περισσεύει.

Μετάφραση: Αθηνά Πεντίδη

Το παραπάνω κείμενο είναι ο Επίλογος στο βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ Ένας κατά φαντασίαν ρατσισμός. Ισλαμοφοβία και ενοχή (Un racisme imaginaire. Islamophobie et culpabilité, Grasset, 2017), σσ.  247-250.

Where Am I?

You are currently browsing the essays category at αγριμολογος.