Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανή, Τα μπονζάι

21/02/2018 § Σχολιάστε

-15 χρόνια Στάχτες/ Αρχείο Φεβρουαρίου 2016
Κάθε Τετάρτη, μια ανάρτηση-αφιέρωμα

Χαμένοι στο πάρκο του Ουένο, στο βόρειο Τόκιο, ξεμπουκάρουμε σε μια λίμνη σκεπασμένη ολόκληρη από πλατιά στρογγυλά φύλλα και νούφαρα. Στην όχθη της  στημένα, μια σειρά περίπτερα σαν και εκείνα που στεγάζουν τα μικρεμπόρια της Aνατολής αλλά και των δικών μας πανηγυριών. Κόσμος συνωστίζεται και οι φωτογραφικές μηχανές κελαηδούν ακατάπαυστα.

Πλησιάζω περίεργη κι ανακαλύπτω μια έκθεση μπονζάϊ. Μια ατέλειωτη σειρά από αυτά τα τερατώδη φυτά που αναπαρασταίνουν την νανοποιημένη βλάστηση ενός γκιουλιβερικού κόσμου. Αντίθετα προς όλα εκείνα που έχω δει μέχρι τώρα στη Δύση, είναι όλα τους ανθισμένα.

Εδώ, η κάθε γλάστρα είναι μια πραγματική σταρ. Μόνη της στη μέση του τσαντιριού, θρονιασμένη σε ένα βάθρο με ετικέτα που δηλώνει το όνομά της και την ηλικία της,  φαίνεται να έχει επιλεχθεί ανάμεσα σε πλήθος άλλες για την εξαιρετική της επίδοση. Καλλιστεία  μπονζάι  δηλαδή και το κάθε φυτό μια καλλονή που φιγουράρει με κάθε μέσο: τραπεζάκι-βάθρο από λάκα, πήλινο δοχείο από φαγιάνς ή σελαντόν κοσμημένο με ανάγλυφες  παραστάσεις, φόντο σε λεπτούς τόνους πράσινου που αξιοποιεί τα φυσικά χρώματα του μπονζάϊ. Μέχρι και το ψάθινο χαλί, το ταταμί, είναι ξεχωριστό με μοτίβα εμπνευσμένα από τον φυτικό κόσμο! Οι κορμοί των μπονζάι είναι πολύπλοκοι και στριφτοί, θυμίζουν κορμούς αιωνόβιων ελαιόδεντρων σε μικρογραφία.

Παρατηρώ με ενδιαφέρον τα αξιοθέατα αυτά τέρατα, εξωφρενικές  μινιατούρες δέντρων… Μικρές στο δέμας  αλλά εκπληκτικές, με τις ρίζες  πλεγμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνονται σα να στέκονται στις μύτες των ποδιών τους ενώ οι κορμοί καλλιτεχνικά στραβοί μεταφέρουν το κέντρο του βάρους απίθανα μακριά απ’ την περίμετρο της γλάστρας. Το εκπληκτικότερο βέβαια είναι τα λουλούδια τους.

Πρόκειται κυρίως για αζαλέες λευκές, κόκκινες, πορτοκαλιές, ροζ, κρεμ, μια θεσπέσια παλέτα και σε μια άνθιση πληθωρική σε σημείο που οι ανθοί να κατακλύζουν τα μικρά λεπτεπίλεπτα κλαδιά και να  σκεπάζουν παντελώς τα φύλλα. Και συμβαίνει το εξής: σε αντίθεση με το διαστρεβλωμένο φυτό-τέρας που έχει υποστεί την αφύσικη υποχρέωση της σμίκρυνσης, τα λουλούδια οργιάζουν σε ένα απόλυτα φυσικό, ίσως υπερφυσικό, μέγεθος. Μοιάζουν με λαμπρά πυροτεχνήματα. Είναι σαν η φύση – καταπιεσμένη, προδομένη στην ανάγκη της να αναπτυχθεί – έχει πάρει τη ρεβάνς της καταπατώντας τις προθέσεις του βιρτουόζου κηπουρού. Η  μήπως εκείνος θέλοντας να ξεπεράσει τον εαυτό του προκάλεσε αυτό το δεύτερο αντιφατικό θαύμα; Μάλλον όχι. Αυτό που συμβαίνει φαντάζει απροσδόκητο και μου αρέσει να το κρίνω σαν μια εκρηκτική επανάσταση που ξέσπασε εις πείσμα της αυστηρά τιθασευμένης αισθητικής επιβάλλοντας την τρέλα του!

Τα τόσο ιδιαίτερα αυτά φυτά μου περνούν άμεσα το μήνυμά τους: κατσιασμένα απ’ τη μια μεριά και επαναστατημένα απ’ την άλλη εικονογραφούν το ιαπωνικό ταμπεραμέντο. Είναι αλληγορίες κατ’ εικόνα και ομοίωση του Ιάπωνα που καταπιεσμένος απ’ την ανατροφή του  και  την παράδοση, αναπτύσσει μια συμπεριφορά κλειστή και υπερδιακριτική  καταπιέζοντας την προσωπικότητα του. Όταν όμως του δοθεί η ευκαιρία  ανθίζει με τον ίδιο εξωφρενικό τρόπο των μπονζάι. Στο καραόκε, όταν για μια στιγμή μεταμορφώνεται σε τραγουδιστή μόδας, υπό την επήρεια του σάκε, όταν ακόρεστα παραδίνεται στη βία των μηχανικών παιγνιδιών, και σε τόσα άλλα…

Απτό παράδειγμα η νεαρή  Αγιάκο που μας φιλοξενεί στη Γιοκοχάμα. Κάθε βράδυ  γυρνώντας σπίτι της καταναλωνόμαστε για να πετύχουμε κάποια υποτυπώδη επικοινωνία. Στη δυσκολία να της εκμαιεύσουμε λίγα μηνύματα, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί μια μικρή ανταλλαγή, προστίθεται κι η φοβερή συστολή της. Κανένα αίσθημα δεν μοιάζει να χρωματίζει το πρόσωπό της που στην καλλίτερη περίπτωση αλλοιώνεται από μορφασμούς  ηρώων των μάγκα. Μάταια εξαντλώ τόνους φωνής, λέξεις διεγερτικές, χειρονομίες για να την εξωθήσω στα  άκρα, έτσι ώστε να αναγκαστεί να ανοίξει κάποιο ντουλάπι, κάποιο λεξικό για να καταλήξουμε  στην πιο στοιχειώδη συνεννόηση.  Κάθε βράδυ αγωνίζομαι εις μάτην ώσπου εξουθενωμένη σωριάζομαι βαριά στο σκληρό « φουτόν».

Την τελευταία όμως μέρα της διαμονής μας η Αγιάκο ετοίμασε μια αποχαιρετιστήρια έκπληξη. Μετά το δείπνο μας έδειξε μια σακούλα  και μας έδωσε να καταλάβουμε πως έπρεπε, περασμένα μεσάνυχτα, να βγούμε έξω. Την ακολουθήσαμε με περιέργεια, διασχίζοντας την νύχτα μέχρι που να φτάσουμε σ’ ένα ερημικό πλάτωμα μακριά απ’ τον οικισμό μας. Σ’ αυτό το μέρος  η Αγιάκο άνοιξε τη σακούλα της.

Κι εκεί, κάτω από την καταλυτική και μυστηριακή επήρεια της νύχτας, η νεαρή γιαπωνέζα, παράτησε τη συστολή της και μεταμορφώθηκε σε φωτεινή νεράιδα: Για πολλή ώρα εκτόξευσε μόνο για μας ένα ανυπολόγιστο αριθμό από πολύχρωμα  εκθαμβωτικά βεγγαλικά που χορεύοντας στο μαύρο του ουρανού εξέφρασαν, επί τέλους,  μέσα σε μια ανακουφιστική και χαρούμενη πανδαισία την λαμπερή φιλίας της.

*

©Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανή, από το «Ματιές στον κήπο του Χαϊκού«, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2009
Η φωτογραφία είναι από την συλλογή της συγγραφέα

[Στάχτες

 

 

Advertisement

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

What’s this?

You are currently reading Ευρυδίκη Τρισόν Μιλσανή, Τα μπονζάι at αγριμολογος.

meta

Αρέσει σε %d bloggers: