[λήθαργος·
12/12/2020 § Σχολιάστε
✾
Θόρυβος. Σαν από σμήνος μελισσών. Έσφιξε τις γροθιές του. Ένα τρέμουλο στη ραχοκοκαλιά του με ακανόνιστες δονήσεις. Ένιωθε τα χέρια του να κονταίνουν. Ο θόρυβος. Όπως όταν χτυπά κανείς το κεφάλι του απελπισμένα στον τοίχο με το κεφάλι σκυφτό να βλέπει παράλληλα τη μεταβαλλόμενη σκιά του. Λαχανιασμένος. Ένιωθε ανύπαρκτος μπρος το σκληρό τοιχίο. Θυμάται λέξεις μπερδεμένες σαν να μην τις έχει ποτέ ακούσει κι ωστόσο οικείες όπως η θερμοκρασία ενός Αττικού καλοκαιριού. Λέξεις παράδοξες· αντιφατικές. Ζούσε με τη σκέψη ν’ αγγίζει διακριτικά το σώμα του όπως ένα χαλαρωμένο μαντίλι γύρω απ’ το λαιμό ν’ ακουμπά το πηγούνι πού κάθε λίγο το ανέβαζε ως πάνω, να καλύπτει σφιχτά τη μύτη υπογραμμίζοντάς του την περίεργη ανατομία της.
Ξεκινούσε ο καθημερινός λήθαργος.