[Μια μακριά, σκονισμένη λωρίδα·
21/01/2025 § Σχολιάστε
Ημιτελές πέντε
Ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα, πλάι πλάι, οι ανάσες τους συγχρονισμένες, σχεδόν αθόρυβες. Το χώμα κάτω από τα σώματά τους ήταν ζεστό από τον ήλιο που μόλις είχε δύσει, αφήνοντας έναν πορτοκαλί ουρανό να φωτίζει απαλά τα πάντα γύρω τους.
Όταν σήκωναν το κεφάλι, έβλεπαν το δρόμο. Μια μακριά, σκονισμένη λωρίδα που απλωνόταν μπροστά τους, σαν υπόσχεση ή πρόκληση. Ο δρόμος έμοιαζε να μην έχει τέλος, να χάνεται στον ορίζοντα, εκεί όπου το φως του ουρανού συναντούσε τη γη.
Κανένας τους δεν μιλούσε. Δεν χρειαζόταν. Η σιωπή ήταν γεμάτη από όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Τα σώματά τους ακίνητα, αλλά μέσα τους υπήρχε κίνηση – σκέψεις, αισθήσεις, ελπίδες.
Ο δρόμος δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπαν. Ήταν μια διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν, μια κατεύθυνση που έπρεπε να διαλέξουν. Ήξεραν ότι, μόλις σηκώνονταν, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.
Για την ώρα, παρέμεναν μπρούμυταμ εκεί,
◉
[όλα κατηγορίας «ημιτελές»
