19/10/2024 § Σχολιάστε

Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι

πηγή »»» Staxtes2003.com: Αρχείο 14/12/2011

ΕΓΩ

Στο καταστραμμένο
οδόστρωμα της ψυχής μου
τα βήματα των τρελών
πλέκουν τις ανελέητες φράσεις της πατούσας.
Εκεί όπου οι πόλεις
κρέμονται
στη θηλιά του σύννεφου
και πάγωσαν πάνω
στους πύργους
τα τεθλασμένα ουρλιαχτά –
πηγαίνω μόνος μου να κλάψω μ’ αναφιλητά
τους χωροφύλακες
που είναι σταυρωμένοι
στο σταυροδρόμι.

***

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ

Στ’ άγνωστου πελάγους την μακρινή ακρογιαλιά
φάνηκε το φεγγάρι –
η σύζυγός μου.
Η ερωμένη μου με τα πυρόξανθα μαλλιά.
Το πλήθος των πολύχρωμων αστερισμών τρέχει πίσω
από την άμαξα.
Στεφανώνεται με γκαράζ αυτοκινήτων,
φιλιέται με περίπτερα εφημερίδων,
ο υπηρέτης με μισόκλειστα μάτια θωρεί τα πέπλα
του γαλαξία
που ‘ναι στολισμένα με πολύχρωμες λάμψεις.
Κι εγώ;
Βρωμούσε η φλεγόμενη παλάντζα
των παγωμένων κουβάδων που έβγαιναν από
τα μάτια των πηγαδιών.
Στης λίμνης τα μεταξωτά λαμνοκοπούσες,
Και οι λαγόνες σου, σα βιολί κεχριμπαρένιο,
τραγουδούσαν;
Σε μέρη όπου μεγάλες είν’ οι στέγες
Με το καλάμι να ψαρέψεις δεν μπορείς.
Στις λεωφόρους θα πνιγώ, τυλιγμένος στην άμμο της
νοσταλγίας:
αυτή είν’ η κόρη σου –
το τραγούδι μου
φορώντας καρό κάλτσες
στις καφετέριες!

***

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ

Η μαμά μου βρίσκεται στις γαλάζιες ταπετσαρίες.
Κι εγώ βολτάροντας σα πλουμιστό παγόνι,
τα σγουροκέφαλα χαμομήλια, μετρώντας
τα βήματά μου, βασανίζω.
Κι ενώ το δείλι παίζει σε χορδές σκουριασμένες,
το παραθύρι πλησιάζω,
πιστεύοντας,
πως θα δω ξανά
το βροχοφόρο σύννεφο
να έρχεται καταπάνω στο σπίτι.
Η μαμά είναι άρρωστη
και θροΐζουν τα βήματα του κόσμου
από το κρεβάτι μέχρι την άδεια γωνιά.
Η μαμά ξέρει –
είναι οι σκέψεις της τρελής ανακατωσούρας
που ξεπετάγονται κάτω από τη στέγη του
εργοστασίου Σουστόβ.*
Κι όταν το μέτωπό μου, στεφανωμένο με καπέλο
τσόχινο,
θα ματοκυλήσει το αχνό πλαίσιο
θα πω,
τραντάζοντας με την μπάσα φωνή μου το ουρλιαχτό
τ’ ανέμου:
«Μαμά.
Αν αρχίσω να λυπάμαι
το βάζο των βασάνων σας
που έσπασε το τακούνι του χορού των νεφελών, –
ποιος θα χαϊδέψει τα χρυσά χέρια,
που η ταμπέλα έδεσε στην βιτρίνα του Αβαντσό**;…»

***

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Μ’ αρέσει να βλέπω να πεθαίνουν τα παιδιά.
Ξεσπώντας σε γέλια μήπως προσέξατε το σκοτεινό λοφίσκο
πίσω από την προβοσκίδα της μελαγχολίας;
Κι εγώ –
στ’ αναγνωστήριο των δρόμων –
συχνά-πυκνά ξεφύλλιζα τα πτώματα βιβλίων.
Το μεσονύχτι
με μουσκεμένα δάχτυλα
ψηλαφούσε εμένα
και τον αδιαπέραστο φράχτη,
και μαζί με τις σταλαγματιές της νεροποντής
κάλπαζε πάνω στη φαλάκρα του τρούλου
η σύναξη των τρελών.
Βλέπω τον Χριστό, να φεύγει απ’ την εικόνα,
κι η λασπουριά να του φιλά, κλαίγοντας,
την άκρη του ανεμόδαρτου χιτώνα.
Ουρλιάζω στον τοίχο,
τα οργισμένα λόγια μου μπήγονται σα μαχαίρι
στο πρησμένο κορμί τ’ ουρανού:
«Ήλιε!
Πατέρα μου!
Λυπήσου με και μη με βασανίζεις!
Μακριά κυλά το αίμα μου
που έχυσα για σένα.
Είν’ η ψυχή μου
τα κουρέλια του σκισμένου βροχοφόρου σύννεφου
στον πυρπολημένο ουρανό
στο σκουριασμένο σταυρό του καμπαναριού!
Χρόνε!
Τουλάχιστον εσύ, χωλέ των Θεών κόλακα,
τη μορφή μου ζωγράφισε
στο ναό του δύσμορφου αιώνα!
Είμαι μόνος, σαν το τελευταίο μάτι
εκείνου που πλησιάζει ένα τυφλό!».

1913
________________________________________
* Σουστόφ, βιομήχανος και εργοστασιάρχης.
** Κατάστημα έργων τέχνης.

Μετάφραση: Βίκα Σελιβάνοβα και Χλόη Χατζηγαννέλη, υπό την εποπτεία του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη (ΕΚΕΜΕΛ – Σεμινάριο Λογοτεχνικής μετάφρασης από τα ρωσικά, 2010-2011)

Photo: Rodchenko, Portrait of Mayakovsky, 1924

[κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό·

07/01/2022 § Σχολιάστε

Γιώργος Σεφέρης, Ερωτικός λόγος

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

A.

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.

Β.
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό·
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ʼσουν εσύ που θα ʼφερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού…

Η νύχτα να ʼταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ.

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη·
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

»Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.

»Την ακοή μου ως να ʼσμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

Δ.

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μία ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

.

Ε.
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ʼναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

Στροφή, 1931

[Στάχτες Αρχείο 27/07/2012

⚙︎

 

[Καλό σας Μήνα ·

01/12/2020 § Σχολιάστε

»»» από τις Στάχτες »»»

[όπως θάλασσα σε πιώμα πρωινού ·

15/10/2020 § Σχολιάστε

Κυριακή Βυρίνη, Αναπόκριτα

©αγριμολόγος

(XVII)

Ιούλιος καύσωνας
Και φτιάχνεις μια βροχή
Στα μάτια μου
Πιο κάτω

Στη πιο μικρούλα λέξη σου
τρις το άνοιγμα της σάρκας
όπως διαβάζω από την έσω ρίζα
της πηγής ως τις κορυφές της
Αφή
Να εννοώ πλησίασμα δαχτύλων και παλάμης
κι όπως το τρέμισμα στο έξω μουέτσι και η σχισμή κι ο πόνος ο μέσα
Κι έπειτα καύλα
και στο μου σταυρώνει
το σκίσιμο στα σωθικά ως επάνω
απ’ τον αφαλό να βγει ως και τη γλώσσα

ύστερα…
ύστερα να σ’ αγαπήσω θέλω
όπως σάρκα σε σάρκα
όπως φωτιά σε φωτιά
όπως θύελλα
όπως νάμα
όπως θάλασσα σε πιώμα πρωινού
όπως άνεμος σε πρόσωπο να το στεγνώσει
όπως γαλήνη
όπως…

έχω κάτι σπασμένες επιθυμίες
από κραυγές σάρκας αφρόντιστης
φτερά παιδικά
πτήσεων μοναχικών
ένα κορμί που αναχωρεί
πηγή που ερημώνει
η φθορά με καθορίζει
ο χρόνος με τρώει
κι ας είναι που στις λέξεις σου
λιγώνομαι, κλαίω, υγραίνομαι
πως, με ποιο κορμί δικαίωμα σηκώνω
να σε αγαπήσω;

Γι αυτό σου λέω…
Στόμα να μένω
Να σ’ ανασαίνω  χείλη
Χείλη να σε μιλάω   γλώσσα
Γλώσσα να σε αρταίνομαι   μάτια
Μάτια να σε διαβάζω  ψυχή
Ψυχή να σε χορταίνω

Μα πιο πολύ χέρια
Χέρια να σε χαϊδεύω
Και μια καρδιά να σε χωράω.

*
©Κυριακή Βυρίνη

Στάχτες 25/07/2016

Where Am I?

You are currently browsing the Στάχτες category at αγριμολογος.