[εκεί, στα σιωπηλά τοπία, γεννιέται η αυτογνωσία·

16/10/2025 § Σχολιάστε

Η μοναξιά είναι ένας καθρέφτης που κανείς δεν τολμά εύκολα να κοιτάξει. Στην αρχή μοιάζει απειλητική, μια έρημος αχανής όπου η σιωπή σε καταπίνει. Όσο όμως αφήνεσαι μέσα της, ανακαλύπτεις ότι η μοναξιά δεν είναι κενό, αλλά χώρος γόνιμος· ένα έδαφος όπου φυτρώνει η αλήθεια σου· η δική σου αποκλειστικά αλήθεια. Να αγαπήσεις τη μοναξιά σου σημαίνει να την αποδεχθείς όχι ως φυλακή, αλλά ως ιερό καταφύγιο. Εκεί όπου η ψυχή σου μπορεί να μιλήσει χωρίς μάρτυρες και χωρίς κριτές.

Η μοναξιά είναι ένας τόπος που οι περισσότεροι φοβούνται να διαβούν. Την ταυτίζουμε με την εγκατάλειψη, με το κενό, με τη στέρηση της ζεστασιάς των άλλων. Όμως η μοναξιά δεν είναι ποινή· είναι ο χώρος όπου δοκιμάζεται η αντοχή μας, αλλά και ο χώρος όπου γεννιέται η πιο καθαρή μορφή ελευθερίας. Μόνος, ο άνθρωπος παύει να φορά προσωπεία. Δεν έχει σε ποιον να αποδείξει κάτι, δεν χρειάζεται να παίξει κανέναν ρόλο. Μένει γυμνός απέναντι στον εαυτό του· κι αν αντέξει αυτό το γυμνό βλέμμα, τότε η μοναξιά μετατρέπεται σε καταφύγιο.

Να αγαπήσεις τη μοναξιά σου σημαίνει να την αγκαλιάσεις ως κομμάτι της φύσης σου. Να τη δεις σαν ένα δωμάτιο ήσυχο, όπου η ψυχή σου βρίσκει τον χώρο να μιλήσει. Όταν η βοή των άλλων σβήνει, τότε αρχίζει να ακούγεται η δική σου εσωτερική φωνή. Εκεί, στα σιωπηλά τοπία, γεννιέται η αυτογνωσία.

Η αληθινή τέχνη περιγράφει έναν κόσμο όπου κανείς δεν έζησε, όσο οικείος κι αν δείχνει

18/08/2025 § Σχολιάστε

«το να έχεις ως μόνη βεβαιότητα τη σοφία της αβεβαιότητας, δεν απαιτεί μικρότερο σθένος»

Stratos Fountoulis, Opus Dei(?) 33, mixed media on canvas 60x60cm, 2005

Stratos Fountoulis, Opus Dei(?) 33, mixed media on canvas 60x60cm, 2005

Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε κάποτε γράψει στα πλαίσια αναφοράς του σε μια τότε («Αρτισύστατοι πεζογράφοι 19.10 1997») διαπίστωση εκείνου και άλλων εκείνη την εποχή, για έναν υπερκερασμό στη νεοελληνική «ποίηση»-ναι, με εισαγωγικά- και που ανεμένετο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, μια στροφή στην πεζογραφία. Δεν θα επεκταθώ στις αποσαφηνίσεις του Κ.Π. όσων αναφορά τις διαπιστώσεις του, στέκομαι σε μία μόνο παράγραφό του: «… η λογοτεχνία δεν δημιουργεί τον κόσμο με αλήθειες, αλλά με ψέματα. Μόνο με τα χρόνια και τη δουλειά αντιλαμβάνεται κανείς ότι το άμεσο βίωμα –απαραίτητο σαν φροντιστήριο- δεν διδάσκει λογοτεχνία. Όσο κοινότοπη κι αν είναι αυτή η αρχή, αξίζει πάντα να την τονίζουμε: για να πείσει ένα γραφτό πρέπει να είναι πλάσμα της φαντασίας, νεοσύστατη ζωή· αντίθετα όλες οι καταγραφές που γίνονται με αφελή απόδειξη ταυτότητας δεν πείθουν ή τουλάχιστον δεν ενδιαφέρουν. Η αληθινή λογοτεχνία περιγράφει έναν κόσμο όπου κανείς δεν έζησε, όσο οικείος κι αν δείχνει»[1]

Φυσικά ο Κ.Π. δεν είναι ο πρώτος που κάνει αυτές τις διαπιστώσεις, αρκεί να θυμηθούμε το «η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ καλύτερα από ότι η τέχνη μιμείται τη ζωή» του Όσκαρ Ουάιλντ ή τον σύγχρονο Μίλαν Κούντερα που συμπεραίνει: «Χωρίς την παρουσία του ύψιστου Κριτή, ο κόσμος εμφανίζεται ξαφνικά μέσα σε μια επικίνδυνη αμφισημία. Η μία και μοναδική Θεία Αλήθεια αποσυντέθηκε σε μυριάδες σχετικές αλήθειες, διάσπαρτες ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι γεννήθηκε ο κόσμος των Νέων χρόνων και μαζί του το μυθιστόρημα, είδωλο και πρότυπό του» και που στη συνέχεια συμπεραίνει ότι εάν το να νοήσεις μαζί με τον Καρτέσιο το «σκεπτόμενο εγώ» είναι μία στάση που ο Χέγκελ κρίνει ως ηρωική, αλλά μήπως εξίσου ηρωική δεν είναι η απόλυτη αμφισημία του Θερβάντες για να αντιμετωπίσει όχι μία μόνο κατ’ ανάγκη, απόλυτη αλήθεια, αλλά ένα πλήθος από σχετικές αλήθειες που αντιφάσκουν μεταξύ τους, «αλήθειες ενσωματωμένες  σε φανταστικά εγώ που ονομάζονται μυθιστορηματικά πρόσωπα», και συνεχίζει: «το να έχεις ως μόνη βεβαιότητα τη σοφία της αβεβαιότητας, δεν απαιτεί μικρότερο σθένος».[2]

Ο νατουραλιστής Ζολά όσο και εάν προσπάθησε να αποδώσει με όλες τις δυνάμεις του τεράστιου ταλέντου που πράγματι διέθετε, την πιστότητα της ζωής και της κοινωνίας, δεν απέφυγε ούτε τον κανόνα του φανταστικού εγώ αλλά ούτε και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα. Οι νατουραλιστικοί, λεγόμενοι κανόνες του, δεν βρήκαν την ανταπόκριση που άξιζαν στο χρόνο (διαβάζεται ελάχιστα) λόγω του απροσδιόριστου της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή λόγω του χάους της αμφισημίας που διαποτίζει τον άνθρωπο και την έκβαση των κοινωνιών που αυτός δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί, αλλά και λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της φιλοσοφικής, αισθητικής και κριτικής σκέψης –αντιθέτως, το έργο του κατά πολύ παλαιότερου του Ζολά,  του Θερβάντες αντέχει, συνεχώς επανεκδίδεται, διαβάζεται και στις μέρες μας, σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.

Η ραγδαία ανάπτυξη της κοινωνικής ευμάρειας σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα και τάξεις μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε και ο καθοριστικός ρόλος του ανώνυμου αναγνώστη που με την αγοραστική του δύναμη και αυξανόμενη γνώση καθορίζει και επηρεάζει το βιβλίο και φυσιολογικά τον συγγραφέα που δεν μπορεί πλέον να τον αγνοήσει, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση με την οποία, ίσως επανέλθω. Θέλω μόνο επιγραμματικά να τονίσω τη σπουδαιότητα της νέας αυτής αυξανόμενης επιρροής του αναγνώστη, και κατά πόσο στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα λαμβάνονταν πλέον πολύ σοβαρά υπόψη από τους δημιουργούς, χαρακτηριστικά ο Προυστ, που ως γνωστόν διάβαζε πολύ και με πάθος αναφέρει: Είναι ίδιον της μετριότητας να ισχυρίζεται «ότι το να αφηνόμαστε να μας καθοδηγούν τα βιβλία που θαυμάζουμε, αφαιρεί από την κριτική μας ικανότητα μέρος της ανεξαρτησίας της».[3] Η αλληλεπίδραση συγγραφέα/καλλιτέχνη- ανώνυμου αναγνώστη/καταναλωτή είναι πλέον γεγονός και που στο εξής θα υποχρεώσει τους δημιουργούς να αλλάξουν οριστικά τον τρόπο της έκφρασής τους γενικότερα.

Στο θέμα μας. Ας πάρουμε την κατάλληλη δημιουργική απόσταση από την πολύτροπη πραγματικότητα που θα μας επιτρέψει να την κατανοήσουμε καλύτερα, αυτό άλλωστε είναι η τέχνη. Ας πάρουμε επίσης τις αποστάσεις μας από τους προσδιορισμούς του χώρου και του χρόνου για την καταγραφή ενός οιουδήποτε συμβάντος στον κόσμο. Η τέχνη δεν απαιτεί την αλήθεια, αλλά την αληθοφάνεια.

Για τον Μπόρχες, και για πολλούς μετά από αυτόν, η μόνη πραγματικότητα είναι η γραμμένη λέξη, τίποτα πέραν αυτής· τίποτα δεν υφίσταται, είναι η μόνη οντολογικά πραγματική και η πραγματικότητα αυτή υπάρχει εφόσον υπάρχει και αναφέρεται στο γραπτό λόγο, στα κείμενα.

Τελειώνω με ένα έξοχο, σύντομο αφήγημα του δικού μας Ε.Χ. Γονατά, Τα μοσχοβούβαλα:

‘Σέρνει με το λουρί απ’ το λαιμό δυο υπέροχα κανελλιά μοσχοβούβαλα. Δίπλα της οι δυο κόρες της καμαρωτές και υπάκουες την ακολουθούν χοροπηδώντας ναζιάρικα. Ξαφνικά το ένα μοσχαράκι γυρίζει και χωρίς προφανή λόγο χώνει μια γερή δαγκωματιά στο μπούτι του πιο μικρού κοριτσιού. Η μικρούλα βγάνει τότε απ’ την τσέπη της ποδιάς της ένα μαχαιράκι και περνώντας το μπροστά απ’ τα μάτια του ατίθασου ζώου, σφίγγοντας τα δόντια, αρχίζει να χαράζει τη ράχη του, απ’ όπου τρέχει άφθονο αίμα, ενώ του λέει: «Αυτό για να σε συνετίσει, για να σου γίνει μάθημα να μην το επαναλάβεις ποτέ», και συνεχίζει να προχωρά, χοροπηδώντας ναζιάρικά’.

____________
[1] Κωστή Παπαγιώργη, Υπεραστικά, εκδόσεις Καστανιώτη
[2] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδόσεις Εστία
[3] Μαρσέλ Προυστ, Ημέρες ανάγνωσεις, εκδόσεις Ίνδικτος

©Αγριμολόγος

A’ δημοσίευση 18/08/2025

[αλλοτινά: πρώτη συναρπαστική απόπειρα οδήγησης·

15/01/2025 § Σχολιάστε

Η νοσταλγική μυρωδιά του δέρματος του παλιού Morris Minor μοντέλο μάλλον του 1958 που το οδήγησα, ήδη παλιό, το 1966, κι οι αναμνήσεις που αναδύονται από μιαν άλλη εποχή. Η πρώτη συναρπαστική απόπειρα οδήγησης αυτοκινήτου (ναι, δεξιοτίμονου!) στα δώδεκά μου χρόνια. Τι αίσθηση! Διότι ξέρετε, τα περισσότερα παλιά αυτοκίνητα ήταν «ντυμένα» εσωτερικά από γνήσιο δέρμα, το οποίο, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύσσεται μια πατίνα που επηρεάζει και τη συνολική μυρωδιά από τις αρωματικές ενώσεις όλων των παλιών υλικών που φθείρονται, όπως η κόλλα, τα λιπαντικά κλπ.

Γνωστή άλλωστε η σύνδεση του ανθρώπου με αναμνήσεις από μυρωδιές και εικόνες του παρελθόντως.

Νότιος Αφρική. Αξέχαστα παιδικά χρόνια.

✳︎

Όλα της κατηγορίας «αλλοτινά» —>

[όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω ·

27/03/2023 § Σχολιάστε

«[…] Καταραμένε κάπελα / και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί / και πίνω απ’ το ξανθό και πίνω από το κόκκινο / κι από το γιοματάρι κι από το σώμα το τραχύ / πίνω και δεν μεθώ […]» γκρίνιαζε ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) στο ποίημά του Νερωμένο κρασί. Αλλά και ο κυρ Αλέξανδρος (1851- 1911), ο συγγραφέας που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος με τη ζωή της αθηναϊκής ταβέρνας, μας χάρισε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του γράφοντας πάνω σε χαρτιά περιτυλίγματος στην μπακαλοταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή. Στο διήγημά του Ο Αμερικάνος, που πρωτοδημοσιεύθηκε τα Χριστούγεννα του 1891, περιγράφει όχι μόνο τις αναμενόμενες «περιποιήσεις» του κάπελα, αλλά και τις συνθήκες εργασίας του μικρού παιδιού που εκτελούσε χρέη σερβιτόρου: «Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι».

«Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπό ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου […]».

Πρωτοπόρος στην εποχή του κι ο Δημοσθένης Βουτυράς (1879-1958), στο διήγημά του Ο θησαυρόςζωντανεύει την παθολογία του κατατρεγμένου μπεκρή αλλά και του αδιόρθωτου γλεντζέ: «Για τον Παλούκη η ταβέρνα του Καρότη ήτανε ο παράδεισος. Εκεί όταν βρισκότανε, ενώ ήτανε σκυθρωπός, αμίλητος, άλλαζε, το σκυθρωπό χανότανε απ’ τη μορφή του, η ματιά του η άψυχη έπαιρνε ζωή και γινόταν όλος γέλιο και ομιλία. […] Και όσο ερχόταν η μισή γεμάτη απ’ το κιτρινωπό κρασί, τόσο η ευθυμία δυνάμωνε, και μόνο κάποτε, σα να ξυπνούσε ή να έβγαινε έξω απ’ την ευτυχία του, του ερχότανε λύπη πως αύριο, όλη την ημέρα, θα ήτανε μακρυά απ’ εκεί, απ’ την ταβερνούλα […]».

Μια ταβέρνα εκκλησιά για τους αυτόχειρες Λαπαθιώτη (1889-1944) και Καρυωτάκη (1896-1928) ήταν αυτή του Γιώργη Μιχαλάκου, του επιλεγόμενου κουλού, στα Εξάρχεια, όπου ο Λαπαθιώτης σύχναζε για το κρασί ή για λίγη ζεστασιά στα τελευταία του. «Για τον ποιητή!» σήκωναν τα ποτήρια τους και τον κερνούσαν οι θαμώνες, αυτόν που κάποτε είχε ευεργετήσει με την περιουσία του τη φτωχολογιά κι αυτός μπορεί και να σιγομουρμούριζε το ποίημά του Νυχτερινό κέντρο: «Τώρα που παίζει το βιολί κι έχομε πιει τόσο πολύ, που μ’ έναν έρωτα τρελό σα να ’μαστε δεμένοι, σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά να ζαλιστώ, μέσ’ στ’ όνειρό σου να κλειστώ. Το μόνο που μου μένει. Γιατί αν λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του, μεσ’ στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σα τον ουρανό, θ’ ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».

Κι ίσως στο ίδιο ταβερνάκι να εμπνεύστηκε ο Καρυωτάκης το πολύ γνωστό στιχάκι από το ποίημά του Σε παλαιό συμφοιτητή: «Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο / που επίναμε για να ξαναζητήσω. Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο, /όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω […]».

Ιερός ο τόπος της ταβέρνας και για τις λογοτεχνικές συντροφιές, είτε μιλάμε για του Ψαρά είτε για τον Πλάτανο στην Πλάκα, έξω στις μυρωδάτες με τα γιασεμιά αυλές, αλλά και στριμωγμένοι στα πατάρια με λίγο μεζέ, ρετσίνα και κοκκινέλι: Σεφέρης, Θεοτοκάς, Παπανούτσος, Κατσίμπαλης, Καραντώνης, Πικιώνης και τόσοι άλλοι. Όμως, όσο και να πληθαίνουν οι μεταπολεμικές μαρτυρίες γι’ αυτά τα περιώνυμα στέκια, τόσο λάμπει διαμάντι αχάρακτο το απόσπασμα από τη Χαμένη άνοιξη του Στρατή Τσίρκα (1911-1980) για εκείνο το «καρβουνιάρικο του Θανάση», που μπορεί να είναι και το ξακουστό Δίπορτο στη Βαρβάκειο, όπου σύχναζε ο Βάρναλης, αλλά και κάποιο άλλο κολωνακιώτικο στέκι, γιατί πού αλλού θα έμενε μια Φλώρα; Η Φλώρα!

«[…] όταν κατέβηκα τα πρώτα σκαλοπάτια του καρβουνιάρικου, η δροσιά του, που μύριζε κρασίλα και δαδί, μου φάνηκε βάλσαμο […]», κι αφού χαιρέτησε τον Βάρναλη με έναν μοιραίο τρόπο, ένας από τους μοιραίους κι αυτός, αναγνώρισε «[…] δυο γυναικεία πόδια που […] φορούσαν κάτι ξεχειλωμένες παντόφλες, και είπα λάθος κάνω. Ήμουν κόντρα στο φως και δεν μπόρεσα να δω λεπτομέρειες […]. Ήταν η Φλώρα. Τυλιγμένη σ’ αντρικό αδιάβροχο, με παντόφλες, ξεμαλλιασμένη, και κρατώντας μια νταμιτζάνα. Εγώ πάγωσα. Εκείνη έφτασε στο πρώτο σκαλοπάτι, το φως κατέβαινε από την πόρτα και το παράθυρο και την έλουζε ολόκληρη […], γύρισε καταπάνω μου ένα πρόσωπο ζαρωμένο από τον πόνο, άνοιξε ακόμα πιο πολύ τα βουρκωμένα μάτια της, μέσα τους σάλεψε σαν αστραπή μια υποψία τρέλας κι απέραντη απορία. Γύρισε τη ράχη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά και με κόπο σφίγγοντας στην αγκαλιά της, σα να κρατούσε μωρό, την νταμιτζάνα […]» *.

Κι αν θα θέλαμε να πούμε την ιστορία μας κι αλλιώς, στα χνάρια του ταβερνόβιου Θωμά Γκόρπα, τότε λοιπόν ο ταβερνιάρης θα κατέβαζε τον δίσκο με τον Τσαουσάκη από το πικάπ, θα έπιανε μια καρέκλα και ένα κιλό κρασί και θα καθόταν στο τραπέζι μας. «Από τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα έμπαιναν δροσιά κι ήχοι μακρινοί των παιδικών μας χρόνων […]» **. Ο επιλοχίας θα μοίραζε έναν γύρο τσιγάρα και θα άρχιζε να λέει. Να λέει την ιστορία μας από την αρχή και εις υγείαν!

* Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, δέκατη έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 216-219.
**Θωμάς Γκόρπας, Όπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας, διήγημα από τη συλλογή Περνάει ο Στρατός, Εκδόσεις Πορεία.

✳︎

[της συγγραφέως ©Εύας Μ. Μαθιούδακη ―πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος της Καθημερινής, τεύχος 203.

Where Am I?

You are currently browsing the αφήγηση category at αγριμολογος.