[η πρώιμη συνηγορία των έντονων αισθήσεων·

21/11/2025 § Σχολιάστε

Φύλλο 22

fyllo22_new_photo

τίνα πως επαγγέλη τέχνη ασκεί, ω φίλε; την ζωγραφική έγωγε.(*) – ίσως η κουβέντα να έγινε σε μπαλκόνι. εκεί· με φρεσκοπλυμένο δέρμα δροσερό· να βλέπω το μέγα άνοιγμα μπρος καθώς ιστορούμε –κάτι βρίσκεται να ιστορηθεί – κι η κουβέντα να τείνει προς διαγραφή του σφαιρικού, το μερικό έχει το ενδιαφέρον· είναι εκείνο που γεμίζει τη σελίδα με λέξεις λεπτές, κανονικές, όπως χαλκογραφίες του Ματίς, το μηχανικό γρατζούνισμα του Michaux. το μερικό έχει το ενδιαφέρον· είναι ο τρόπος των φοβισμένων παιδικών προσώπων μέσα στο άπειρο πλήθος καθώς κοιτούν το χαρτί· είναι η πρώιμη συνηγορία των έντονων αισθήσεων· η μουσική που υποχρεώνεσαι ν’ αφήσεις στο μελαγχολικό και στο βαθύ.
..

(*)από «Περί Ζωγραφίας και Ποιήσεως διάλογος» – Ελληνικός Κώδικας 2268, Βατικανό. «Μετέγραψε ο Ουικέντιος Ιαννίνι» – δημοσιεύτηκε από τον Κ. Νίκα. Μέρος του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «λέξη /απρίλης ‘89» .

[Α’ δημοσίευση 26/02/2009 

.

.

[βελούδο που απλώνεται σκεπάζοντας τα πάντα·

08/10/2025 § Σχολιάστε

Φύλλο

Τα κτίρια προσέφεραν ως σύνολο μια εικόνα μεγαλοπρεπή, κι ας μην ήταν ωραίο το καθένα ξεχωριστά ή στις λεπτομέρειες· ο θόρυβος διέρεε την αραιή από τη ζέστη ατμόσφαιρα[*], κι έμοιαζε να λιώνει πάνω στις επιφάνειες, σαν χρυσή σκόνη. Στους δρόμους η κίνηση αργοπορούσε, οι σκιές μακραίναν, κι οι άνθρωποι, μικρές φιγούρες μέσα στο φως, έμοιαζαν να κυλούν μαζί με τον χρόνο, χωρίς βιάση, χωρίς μνήμη. Κι ωστόσο, πίσω απ’ αυτή τη γαλήνη, κάτι ανέπνεε — ένα αρχέγονο ρίγος, σαν ανάμνηση μεγαλείου που δεν χάθηκε, μόνο κοιμόταν.

Κι όσο το φως χαμήλωνε, οι προσόψεις των σπιτιών πήραν μια χροιά χαλκού, σαν να τις είχε αγγίξει η μνήμη του ήλιου πριν μας αποχαιρετίσει. Από μακριά ακουγόταν ένα τραγούδι, σβησμένο, που δεν ξεχώριζες αν το σιγοψιθύριζε άνθρωπος ή άνεμος. Οι καμπύλες των δρόμων έσμιγαν με το σκοτάδι, και οι πόρτες, μισάνοιχτες εδώ κι εκεί, φύλαγαν μυστικά που κανείς πια δεν ρωτούσε. Ένα αίσθημα αναμονής απλωμένο παντού· της γλυκιάς σιωπής πριν μια κάποια αποκάλυψη, όπως όταν ο κόσμος κρατά την ανάσα του, έτοιμος να ξαναγεννηθεί.

Η νύχτα κατέβηκε αργά κι αθόρυβα, σαν βελούδο που απλώνεται σκεπάζοντας τα πάντα. Τα παράθυρα άναβαν ένα ένα. Μικρές εστίες ζωής μέσα στο ημίφως· κάθε φλόγα φανέρωνε μια ιστορία. Στην πλατεία, ο αέρας μύριζε γιασεμί και πέτρα βρεγμένη από τη δροσιά. Κάποιος πέρασε βιαστικά, κρατώντας στο χέρι ένα γράμμα, που έμοιαζε πιο βαρύ απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Κάπου αλλού, ένα παιδί γελούσε, και ο ήχος του γέλιου υψώθηκε για λίγο πάνω απ’ τις στέγες, πριν χαθεί.

Η πόλη, κουρασμένη, ήσυχη, παραδόθηκε στο σκοτάδι· σαν να ονειρευόταν τον εαυτό της, ξανά από την αρχή.

*

[*] Οι αρχικές αράδες με πλάγια είναι δανεισμένες από το έργο του Ρόμπερτ Μουζίλ, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, που με ενέπνευσαν ωθώντας με να γράψω το κείμενο.

[γιατί οι νύχτες περνούν γρήγορα·

02/09/2025 § Σχολιάστε

φύλλο 7

©Raymond Hains, Tôle, 1960 – courtesy Galerie Natalie Seroussi, Paris

θλιμμένος αέρας αδύναμος καυτός η γκρίζα μαυρίλα της καταιγίδας τα μαύρα απειλητικά χάσματα της γέφυρας οι καπνοί του τρένου τα καμένα φύλλα με τους ανεπαίσθητους θορύβους η μυρωδιά του φρέσκου καφέ ένα τσιγάρο σκέψεις και το γεγονός να πλησιάζει σαστισμένο όπως κι αυτός· η αναπνοή βγήκε ορεξάτη από το ρυθμό του ύπνου· ένας κάδος απορριμμάτων δίπλα στη πολύχρωμη καρέκλα επάνω της ένας πλαστικός κούκλος στραπατσαρισμένος να κάθεται· να ρεμβάζει την αρρώστια αποτυχημένων στεναγμών· ήταν πρωί γιατί οι νύχτες περνούν γρήγορα.

*

Α΄δημοσίευση 30/06/2007

[η μετακόμιση της κυρίας πρέσβειρας·

25/03/2025 § Σχολιάστε

Sepia XIX

δεν περνά λέει ο καναπές από το παράθυρο από εκεί μόνο η ζωή μου περνά και φεύγει τόνισε με λυγμούς και το δάπεδο γέρνει προς τα εκεί κάνοντας την ντουλάπα να κουνά επικίνδυνα σε κάθε άνοιγμα της πόρτας τα πράγματά μου αχ τα έπιπλά μου που με τόσο κόπο αγόρασα και χάρηκα τώρα συντρίμμια και τα ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί με τι όρεξη να τα τακτοποιήσω κι εγώ άνθρωπος είμαι ξέρεις και σε μισή ώρα έχω να δω πρόσωπα σημαντικά δεν έχω δυνάμεις που να βρω το κουράγιο έχω και τις κουρτίνες πως τις κρεμάνε και που είναι η σκάλα που την έβαλαν· είμαι μια ξεφούσκωτη μαξιλάρα· έτσι νιώθω· έτσι.

*

[Στράτος Φουντούλης, Σημειωματάριο βαρύτητας, πεζά και άλλα, ΑΩ εκδόσεις 2021

Where Am I?

You are currently browsing the φύλλα γραφής category at αγριμολογος.