[σε έναν κόσμο που πλέον δεν θυμόταν·

27/01/2025 § Σχολιάστε

Ημιτελές Οκτώ

Βροχή. Ασταμάτητη βροχή. Ο κόσμος έμοιαζε να λιώνει. Να διαλύεται κάτω από το βάρος του νερού. Οι σταγόνες έπεφταν με ρυθμό που θύμιζε παλμό. Ένας αέναος χτύπος της καρδιάς του ουρανού. Αντί για ζωή, έφερνε διάβρωση. Ένα χρόνο τώρα. Ο ουρανός δεν είχε βάλει στόμα μέσα. Πάνω σε πόλεις. Σε χωράφια. Πάνω σε ανθρώπους που είχαν ξεχάσει πώς είναι να βλέπουν κάτι άλλο πέρα από το γκρίζο.

Τα πρόσωπα των ανθρώπων είχαν αλλάξει. Το δέρμα τους υγρό. Τα μάτια τους θολά. Έμεναν μισόκλειστα ν’ αντέξουν το μαστίγωμα της βροχής. Στέκονταν στις στάσεις, κάτω από κατεστραμμένες ομπρέλες, χωρίς να περιμένουν κάτι. Η βροχή είχε διαβρώσει προσδοκίες, όπως έκανε και με τους τοίχους, τις στέγες, τα δέντρα που στέκονταν γυμνά από φύλλα.

Το νερό είχε γίνει ο ήχος του κόσμου. Το πλαφ και πλιτς: ο απόλυτος ρυθμός, τόσο γνώριμος που σχεδόν ξεχνούσες ότι υπήρχε. Τα ποτάμια είχαν ξεχειλίσει, τα δάση είχαν βυθιστεί, τα σπίτια είχαν γίνει πλωτές σκιές. Κανείς δεν μιλούσε για το τέλος. Ούτε για το πότε είχε αρχίσει. Έβλεπαν την ίδια εικόνα. Ξανά και ξανά: το νερό να πέφτει, το χώμα να υποχωρεί, τα όρια να χάνονται.

Με τη συνεχόμενη βροχή, όλα είχαν βρει έναν νέο ρυθμό. Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν χωρίς ήλιο. Έμαθαν να περπατούν στο νερό μέχρι τα γόνατα. Άφηναν τα βήματά τους να χάνονται σε λίμνες που κάποτε ήταν δρόμοι. Κάποιοι πίστευαν ότι η βροχή δεν ήταν τιμωρία, αλλά καθαρμός, ένα τελετουργικό που καθυστερούσε να τελειώσει.

Κάποιοι όμως ήξεραν. Ήξεραν ότι η βροχή δεν είχε σκοπό. Δεν υπήρχε λύτρωση, ούτε τέλος. Μόνο σταγόνες που έπεφταν. Ασταμάτητα, σαν την ίδια την αιωνιότητα που έσταζε αργά. Μέσα σε έναν κόσμο που πλέον δεν θυμόταν τι σήμαινε να είναι στεγνός.

[όλα κατηγορίας «ημιτελές»

[τείχη, τα·

24/01/2025 § Σχολιάστε

Ημιτελές Επτά

Τα τείχη στέκονταν εκεί, ακλόνητα, ένα σταθερό όριο ανάμεσα σε δύο κόσμους που δεν ήθελαν, αλλά και δεν μπορούσαν, να ενωθούν πλήρως. Από τη μία πλευρά, ο κόσμος της λογικής και της τάξης. Μια πραγματικότητα γεμάτη δομή, κανόνες και ευθύγραμμες γραμμές που ακολουθούσαν μια προβλέψιμη πορεία. Από την άλλη, ο κόσμος του χάους, της αβεβαιότητας και των αναρχικών ονείρων, όπου το απροσδόκητο είχε πάντα τον τελευταίο λόγο.

Τα τείχη δεν ήταν απλώς ένα εμπόδιο. Ήταν μια πρόσκληση, μια πρόκληση. Οι τσιμεντένιες γραμμές τους, σκληρές και αμετακίνητες, έλεγαν: «Μπορείς να δεις, αλλά όχι να περάσεις. Εδώ τελειώνεις εσύ και ξεκινά κάτι άλλο». Κι όμως, κάθε ελάχιστο κενό ανάμεσα στα αγκαθωτά σύρματα πάνω από τα τείχη, άφηνε μια υπόνοια ελευθερίας, μια υπόσχεση ότι, αν είχες το θάρρος να κοιτάξεις βαθύτερα, ίσως να έβρισκες τον τρόπο να φτάσεις στην άλλη πλευρά.

Αυτό το όριο δεν ήταν μόνο φυσικό. Ήταν και εσωτερικό. Τα τείχη χώριζαν τη βεβαιότητα από την αμφιβολία, την ασφάλεια από τον κίνδυνο. Αλλά ταυτόχρονα τα ένωναν, όπως μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Ήταν η υπενθύμιση ότι οι δύο κόσμοι δεν μπορούσαν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλον, έτσι αποκτούσαν νόημα.

Κι έτσι, τα τείχη παρέμεναν εκεί, αμετακίνητα, όχι για να αποτρέψουν· να προκαλέσουν.

[όλα κατηγορίας «ημιτελές»

[κίτρινη σκόνη·

22/01/2025 § Σχολιάστε

Ημιτελές έξι

Ρουφούσαν κίτρινη σκόνη, με κινήσεις μηχανικές· τελετουργικές. Η σκόνη άφηνε πίσω της μια μεταλλική γεύση στον αέρα, θύμιζε κάτι γνώριμο, ταυτόχρονα απόμακρο. Τα πρόσωπά τους κάπου κάπου άδειαζαν, τα μάτια τους γυάλιζαν, σαν να κοιτούσαν κάτι που δεν ήταν παρόν σε αυτόν τον κόσμο.

Κίτρινη σκόνη παντού. Στα ρούχα, στα χέρια, στα ραγισμένα δάπεδα σπιτιών. Δεν θυμούνταν πότε ξεκίνησαν να τη ρουφούν. Κάποιοι έλεγαν ότι έφερνε λήθη, ότι έκανε τις σκέψεις να γλιστρούν μακριά, όπως η άμμος μέσα από τα δάχτυλα. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι τους χάριζε οράματα, στιγμές διαύγειας μέσα στην αδιαπέραστη θολούρα της καθημερινότητας.

Όσο η σκόνη γινόταν μέρος τους, κάτι μέσα τους φαινόταν να διαλύεται. Οι μνήμες τους, οι φόβοι τους, ακόμα και οι ανάγκες τους για κάτι αληθινό, ξεθώριαζαν. Το κίτρινο σκέπαζε τα πάντα, μια απόχρωση που ένωνε το παρελθόν με το τίποτα.

Ίσως, μπορούσε κανείς να σκεφτεί, η σκόνη να μην ήταν το πρόβλημα. Ίσως ήταν απλώς το μέσο. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν η ανάγκη τους να γεμίσουν τα κενά – κενά που δεν μπορούσαν ούτε να κατανοήσουν ούτε να παραδεχτούν. Κι έτσι, ρουφούσαν. Μέρα με τη μέρα, μέχρι που το κίτρινο δεν ήταν πια σκόνη, αλλά η πραγματικότητά τους.

 

[όλα κατηγορίας «ημιτελές»

[Μια μακριά, σκονισμένη λωρίδα·

21/01/2025 § Σχολιάστε

Ημιτελές πέντε

Ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα, πλάι πλάι, οι ανάσες τους συγχρονισμένες, σχεδόν αθόρυβες. Το χώμα κάτω από τα σώματά τους ήταν ζεστό από τον ήλιο που μόλις είχε δύσει, αφήνοντας έναν πορτοκαλί ουρανό να φωτίζει απαλά τα πάντα γύρω τους.

Όταν σήκωναν το κεφάλι, έβλεπαν το δρόμο. Μια μακριά, σκονισμένη λωρίδα που απλωνόταν μπροστά τους, σαν υπόσχεση ή πρόκληση. Ο δρόμος έμοιαζε να μην έχει τέλος, να χάνεται στον ορίζοντα, εκεί όπου το φως του ουρανού συναντούσε τη γη.

Κανένας τους δεν μιλούσε. Δεν χρειαζόταν. Η σιωπή ήταν γεμάτη από όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Τα σώματά τους ακίνητα, αλλά μέσα τους υπήρχε κίνηση – σκέψεις, αισθήσεις, ελπίδες.

Ο δρόμος δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπαν. Ήταν μια διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν, μια κατεύθυνση που έπρεπε να διαλέξουν. Ήξεραν ότι, μόλις σηκώνονταν, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.

Για την ώρα, παρέμεναν μπρούμυταμ εκεί,

[όλα κατηγορίας «ημιτελές»

Where Am I?

You are currently browsing the askissis category at αγριμολογος.