[Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, και ὅποιους ἄλλους θέλω·
03/08/2017 § Σχολιάστε
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Στον καφενέ ἀπ᾿ ἔξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τις ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
και στῶν ἐφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφῶ.
Σε μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
το ἄλλο σε μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω το καπέλο, και ἀρχινῶ με τόνο
τους ὑπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανός ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγώ κατεμπνευσμένος για ὅλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, και ὅποιους ἄλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ἴδιον ἑαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νοῦν στον Διάκο και εἰς τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδῶ,
τον Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τον βρίσκω,
κι ἀπάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Την φίλη μας Εὐρώπη με πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τα ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω να τις πῶ.
Στον καφετζῆ ξεσπάω… φωτιά κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.