[και σ’ αγάπησα γιατί μου επέτρεψες·
18/09/2018 § Σχολιάστε
António Lobo Antunes
Χθες, Γιολάντα, που ζήτησα άδεια απ’ την υπηρεσία για να σε συνοδέψω στο ραντεβού σου στην Ένωση Διαβητικών και ξεκινήσαμε νωρίς για να μην χάσουμε το γιατρό,
————————————————————-(τόσο νωρίς που η νύχτα του ποταμού τρύπωνε με τα φώτα των πλοίων στη μέρα της πόλης)
[…] και σ’ αγάπησα γιατί μου επέτρεψες να έρθω μαζί σου στο θαύμα ενός δειλινού ή μιας αυγής όπου οι λάσπες ξεχτένιζαν τα δέντρα και τα πετρελαιοφόρα αποκτούσαν διαστάσεις καθεδρικού ναού, με αγίους, κεράκια και άγιες τράπεζες στα αμπάρια, και νότες γρηγοριανών ύμνων να βγαίνουν μαζί με τον καπνό από κάτι φουγάρα θεόρατα. Αγάπησα τους στενούς σου ώμους, τη μύτη σου που έσταζε απ’ τη γρίπη, τη φωνή σου εκνευρισμένη να μ’ επιπλήττει, τα αδύνατα πόδια κάτω απ’ την γκαμπαρντίνα, αγάπησα το εύθραυστο σώμα σου και το βάδισμά σου, καθώς διπλωνόσουν στο φλεβαριάτικο αέρα, κι αγάπησα
————————————————————-συγγνώμη
————————————————————-την αρρώστια σου που μου επιτρέπει να σε συνοδεύω ξημερώματα στη Λισαβόνα, σαν να ήμασταν ζευγάρι στα μάτια των άλλων, κι ας με κατηγορείς για το κρύωμά σου και τις κακές συγκοινωνίες, κι ας απαιτείς να βρω ένα ταξί μέσα στην ομίχλη που κρύβει τ’ αυτοκίνητα, κι ας μου φωνάζεις πως με μισείς με τα βλέφαρά σου να τρεμοπαίζουν, ολόφωτα απ’ τον πυρετό, πάνω από τα κρόσσια του κασκόλ. Εγώ έτρεχα στη διασταύρωση κι έκανα νόημα στα αυτοκίνητα, τα φορτηγά δεν μ’ άφηναν να περάσω απέναντι, τα φορτηγά που έρχονται απ’ το νότο και κατέβαιναν τη γέφυρα σείοντας τα τοιχώματα, κι όση ώρα χειρονομούσα θυμήθηκα την ταραχή της δόνα Μαρία Τερέζα, ένα απόγευμα πριν από πολλά χρόνια, στην Καλσάδα Τοζάλ
————————————————————-(κι η παιδική μου ηλικία πρόβαλε μπροστά μου αδιαφορώντας για τους θυμούς σου εκείνο το πρωί στην Αλκάνταρα, όπως προσβάλλουν τα οστά των μαρτύρων στις λειψανοθήκες)
[…]
[Απόσπασμα από (το διαβάζω τώρα): Antonio Lobo Antunes, Η φυσική τάξη των πραγμάτων, μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη]