[Αγαπάνθεμον(*)
25/09/2019 § Σχολιάστε
Της Ασημίνας Λαμπράκου
Σας βεβαιώ Αλλά εσείς μην το πιστέψετε Σκοτεινός ασύνταχτος, με ακολουθούσε Όχι πάνω από το προσδιορίσιμο «ακολουθώ» Όχι περισσότερο από τρεις μακρείς ως τα καλοκαίρια, χειμώνες Μπερδεύοντας πλήκτρα βήματα ίχνη όμως Συννέφιασα Έγραψα σημείωμα: Κάνε «αυτό» Υπάκουσε Έλα και θα ξαναγράψουμε μαζί τον ξένο του Καμύ Έγραφα και Γελούσα: Ποια είμαι εγώ να…; Γέλασε Υποθέτω κι ο ίδιος Άγρια Έπειτα, σας βεβαιώ έγινε Αλλά εσείς μην το πιστέψετε Άρχισε να μεταμορφώνεται Τότε ήταν εγώ που παρακολουθούσα Ένας εύθρυπτος ανά–συναρμολογούμενος αναστρέφων Samsa Διογκούμενος κάθε φορά ως την τελευταία που Θα έπρεπε να διαχειριστώ για να τον περιέχω Ο ξένος μου Νομίζω Κι εσείς αρνηθείτε το Είναι καιρός που Οφείλω να αποδώσω τις διαθέσεις που Καλλιέργησε και παρήγαγε στη μικρή μου ψυχή και το μυαλό Να αρχίσω τώρα Ένα καλοκαίρι που ήρθε από Τον χειμώνα που Δεν Πάγωσαν τα σπάρτα κι οι λειχήνες στην άκρη των γκρεμών και Θα επιμηκυνθεί ανευλαβώς μέσα στο φθινόπωρο προκαλώντας Αργή ωρίμανση των χρωμάτων στα φυλλώματα Θυμάσαι Ένας δικός μου Μερσώ που Υπερασπιζόμουν σε κάθε συζήτηση επειδή Ο θείος Τάσος έφερνε πάντα στον Μαστρογιάννη και: Γιατί Ο ξένος είναι μια εξέχουσα μορφή άσπεργκερ Ρώτησα
στον ξένο μου (απόσπασμα Χ)
(μια μέρα που απουσίαζε)
Σας βλέπω: με κοιτάτε απορημένοι Νομίζετε πως κάτι συμβαίνει με μένα Σκέφτεστε: Τι διάολο κάνει αυτός; ε, λοιπόν! Έχασα τη σκιά μου· και την ψάχνω Για μια στιγμή φοβήθηκα πως ξεχάστηκε κρεμασμένη στο λοξό κλαδί της ελιάς που κρεμόμουν κι εγώ να φτάσω πιο πάνω τους καρπούς Σείω το κλαδί μ’ αυτή δεν πέφτει· άφαντη Άφαντη κι εγώ σκέφτομαι άλλα: πως ίσως την πλήγωσε τ’ αγκάθι της φραγκοσυκιάς όπως έκοβα ένα σύκο να φάω και αιμορραγούσα κάθεται ξεψυχισμένη στη σκιά ενός φραγκοσυκόφυλλου Σηκώνω το φύλλο· ψάχνω από κάτω Στριγκό ακούω το θόρυβο Το φύλλο θρυμματίζεται στο ζόρι του που μου φωνάζει πως ό,τι ζητάω είναι τη δικιά του σκιά να κλέψω για τη δική μου που έχασα Σκιάζομαι από το θρυψάλιασμα· φεύγω παραπέρα σκυφτός που να σώσω να βρω τον ίσκιο μου τον χαμένο Ως και στο μνήμα της μάνας μου όπως έκατσα στην άκρη του να την κλάψω Την ψάχνω Σηκώνω την πλάκα μη και ξεστράτισε θλιμμένη και ξεχάστηκε Όμως, τα σκαθάρια και τα σκουλήκια τρομάζουν και μου ρίχνονται: τι κάνεις εκεί, φωνάζουν Μας κλέβεις τη σκιά μας, λένε και· δίνουν μια καταπάνω μου· τρομάζω Αφήνω την πλάκα να πέσει· κομματιάζεται Σηκώνομαι· μην και την έκρυψε ο κορμός του γιασεμιού όπως έκοβα τ’ ανθάκια να στολίσω το μνήμα· σκέφτομαι κι εγώ και σκύβω από πίσω Ίσως και να την βρω ΣιιιισσσσσσσσσσσσςΤ και σκορπούν οι σκορπιοί από τις ρίζες του φυτού παραξενεμένοι Ως και την πέτρα σήκωσα που καθόμουν να ξαποστάσω στη βόλτα μου στης γειτονιάς τους δρόμους Να την βρω περίμενα από κάτω πατικωμένη σα σύκο που το χώνεψε πατούσα γίγαντα ΦφφΦΦφφσσσσσΣΤΤττττ κορόιδεψε η ιτιά που Στον ίσκιο της η πέτρα χαλιόταν Μη και σβήστηκε με τη δίψα μου στην πηγή Αναρωτήθηκα Νευρίασε το νερό· στέρεψε την πηγή Μέχρι και στους παλιούς μου έρωτες σκέφτηκα μην έμεινε φιλώντας να μάθει τη γεύση και την τέχνη του φιλιού όπως με είδε να τους ξεγελάω· μάταια· όλα μάταια Άφαντη σας λέω και τα χείλη σ’ εκκρεμότητα όπως τα ξαναβλέπω Και Τώρα Αυτήν την ώρα που με βλέπετε τον ίσκιο σηκώνω του πεύκου σε χέρσο χωράφι με αμμοθίνες και καλαμιές όπου περπάτησα να φτάσω να ξαποστάσω στον ίσκιο του· μήπως την βρω από κάτω να κοιμάται ξεχασμένη Μα κείνο ξαφνιάζεται και καλεί έναν Λίβα από πευκοβελόνες στα μαλλιά μου Και στα μάτια πετάει άμμο Αδύνατον να βρω τη σκιά μου· λυπηθείτε με Σκεφτείτε με χωρίς σκιά Δίχως αυτήν ένας παράξενος και παραξενεμένος άνθρωπος Θάμαι Ένας άνθρωπος άλλος· ένας ξένος. Ένας περιφρονημένος από φως· λυπηθείτε με. Ψάξτε την. Φωνάξτε μαζί μου. Κι αν την δείτε, κι αν σας φανερωθεί, πως μου λείπει πείτε της· μα… Σταθείτε! λέω, όχι! μη και της μιλήσετε· μη της φανερωθείτε Σα να γυρεύει κάτι αυτή που εγώ δεν ξέρω Να με βλέπει ίσως παραξενεμένο· ίσως μόνο· ίσως ξένο Αφήστε την Κάτι ξέρει που δεν ξέρω κι ούτε που επιθυμώ να μάθω Καλύτερα από φως περιφρονημένος Ένας άνθρωπος άλλος· ένας ξένος Ένας παράξενος και παραξενεμένος ._
*
(*) τίτλος ταινίας του Κώστα Βρετού, έτος παραγωγής 1982 -λεπτομέρειες πατώντας στον σύνδεσμο: αγαπάνθεμον
©Ασημίνα Λαμπράκου στις Στάχτες 15.11. 2018
φωτο: Στράτος Φουντούλης, «Μια Κυριακή στην πόλη της Λιλ»