[στο επείγον και τελευταίο κάλεσμα του νευρικού του συστήματος ·
16/05/2022 § Σχολιάστε
Gabriel García Márquez (1927-2014)
«[…]Δεν μπορούσε να είναι πεθαμένος, γιατί καταλάβαινε πολύ καλά τα πάντα: τη ζωή που στριφογύριζα γύρω του μουρμουρίζοντας. Την ελαφριά μυρωδιά από τα ηλιοτρόπια που έμπαινε από το παράθυρο και ανακατευόταν με την άλλη «μυρωδιά». Αντιλαμβανόταν τέλεια την αργή ροή του νερού στην στέρνα. Το τζιτζίκι που είχε απομείνει στη γωνία και συνέχιζε το τραγούδι του νομίζοντας πως ακόμα ξημερώνει.
Τα πάντα διέψευδαν το θάνατό του. Όλα εκτός από τη «μυρωδιά». Αλλά πώς θα μπορούσε να ξέρει αν εκείνη μυρωδιά ήταν δική του; Ίσως η μητέρα του να είχε ξεχάσει να αλλάξει το νερό στα βάζα και τα κοτσάνια είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Ή ίσως ο ποντικός που ο γάτος είχε σύρει μέχρι την πόρτα του να σάπισε από τη ζέστη. Όχι. Η «μυρωδιά» δεν μπορούσε να προέρχεται από το σώμα του.
Λίγα λεπτά πιο πριν ήταν ευτυχισμένος με το θάνατο του γιατί πίστευε πως ήταν νεκρός. Γιατί κι ένας νεκρός μπορεί να είναι ευτυχισμένος με την αμετάκλητη κατάστασή του. Αλλά ένας ζωντανός δεν μπορεί να δεχτεί να τον θάψουν ζωντανό. Ωστόσο, τα μέλη του δεν αντιδρούσαν στο κάλεσμά του. Δεν μπορούσε να εκφραστεί, και αυτό τον τρόμαζε· ο μεγαλύτερος τρόμος της ζωής και του θανάτου του. Θα τον έθαβα ζωντανό. Μπορούσε να αισθανθεί. Να καταλάβει τη στιγμή που θα κάρφωναν την κάσα. Θα ένιωθε το κενό του αιωρούμενου σώματος πάνω στους ώμους των φίλων, ενώ η αγωνία και η απελπισία του θα μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο με κάθε βήμα της πομπής.
Μάτια θα προσπαθήσει να σηκωθεί, να φωνάξει με όλες τις εξασθενημένες του δυνάμεις, να χτυπήσει από μέσα το σκοτεινό και στενό φέρετρο για να καταλάβουν πως ακόμα ζούσε, πως επρόκειτο να τον θάψουν ζωντανό. Θα ήταν ανώφελο· ούτε και εκεί τα μέλη θα αντιδρούσαν στο επείγον και τελευταίο κάλεσμα του νευρικού του συστήματος. […]»
*
[Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Η τρίτη παραίτηση, από «Άπαντα τα διηγήματα», μτφρ.: Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδόσεις Νεφέλη.