[σε έναν κόσμο που πλέον δεν θυμόταν·
27/01/2025 § Σχολιάστε
Ημιτελές Οκτώ
Βροχή. Ασταμάτητη βροχή. Ο κόσμος έμοιαζε να λιώνει. Να διαλύεται κάτω από το βάρος του νερού. Οι σταγόνες έπεφταν με ρυθμό που θύμιζε παλμό. Ένας αέναος χτύπος της καρδιάς του ουρανού. Αντί για ζωή, έφερνε διάβρωση. Ένα χρόνο τώρα. Ο ουρανός δεν είχε βάλει στόμα μέσα. Πάνω σε πόλεις. Σε χωράφια. Πάνω σε ανθρώπους που είχαν ξεχάσει πώς είναι να βλέπουν κάτι άλλο πέρα από το γκρίζο.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είχαν αλλάξει. Το δέρμα τους υγρό. Τα μάτια τους θολά. Έμεναν μισόκλειστα ν’ αντέξουν το μαστίγωμα της βροχής. Στέκονταν στις στάσεις, κάτω από κατεστραμμένες ομπρέλες, χωρίς να περιμένουν κάτι. Η βροχή είχε διαβρώσει προσδοκίες, όπως έκανε και με τους τοίχους, τις στέγες, τα δέντρα που στέκονταν γυμνά από φύλλα.
Το νερό είχε γίνει ο ήχος του κόσμου. Το πλαφ και πλιτς: ο απόλυτος ρυθμός, τόσο γνώριμος που σχεδόν ξεχνούσες ότι υπήρχε. Τα ποτάμια είχαν ξεχειλίσει, τα δάση είχαν βυθιστεί, τα σπίτια είχαν γίνει πλωτές σκιές. Κανείς δεν μιλούσε για το τέλος. Ούτε για το πότε είχε αρχίσει. Έβλεπαν την ίδια εικόνα. Ξανά και ξανά: το νερό να πέφτει, το χώμα να υποχωρεί, τα όρια να χάνονται.
Με τη συνεχόμενη βροχή, όλα είχαν βρει έναν νέο ρυθμό. Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν χωρίς ήλιο. Έμαθαν να περπατούν στο νερό μέχρι τα γόνατα. Άφηναν τα βήματά τους να χάνονται σε λίμνες που κάποτε ήταν δρόμοι. Κάποιοι πίστευαν ότι η βροχή δεν ήταν τιμωρία, αλλά καθαρμός, ένα τελετουργικό που καθυστερούσε να τελειώσει.
Κάποιοι όμως ήξεραν. Ήξεραν ότι η βροχή δεν είχε σκοπό. Δεν υπήρχε λύτρωση, ούτε τέλος. Μόνο σταγόνες που έπεφταν. Ασταμάτητα, σαν την ίδια την αιωνιότητα που έσταζε αργά. Μέσα σε έναν κόσμο που πλέον δεν θυμόταν τι σήμαινε να είναι στεγνός.
◉
[όλα κατηγορίας «ημιτελές»
