[όπου ήν κήπος·
27/02/2023 § Σχολιάστε
Γιώργος Κοροπούλης: ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ [συντομευμένη εκδοχή]
όπου ήν κήπος
Μεσάνυχτα στον κήπο πάλι βγήκα / που άλλοτε σε είχα συναντήσει / Κι ακούμπησα, βαρύς απ’ το μεθύσι / στο ίδιο πάλι δέντρο και μια γλύκα
με τύλιγε σαν νά ‘ταν πάλι εκείνη/ η νύχτα που απαλά σ’ είχα φιλήσει – / κι έπειτα, το κεντρί καθώς αφήνει / η μέλισσα στο πλήθος σ’ είχα αφήσει.
✳︎
[Γιώργος Κοροπούλης, «Ποιήματα χωρίς ιδιότητες – (v. τα σκοτάδια)«/ Εκδόσεις Άγρα – Ύψιλον Βιβλία, 2009.
[Α’ δημοσίευση 12.09.2009
◉
[το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο·
27/02/2023 § Σχολιάστε
Ε. Α. Πόου, Το Κοράκι
Μετάφραση :
Ηλίας Πολυχρονάκης
ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν,
πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης,
έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος,
όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου.
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου—
Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».
Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη,
και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.
Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο — μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου
ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ
την εξαίρετη κι’ απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ —
εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν.
Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας,
μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν.
Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα:
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει.
Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει.
Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο».
Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό.
«Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας,
αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα,
και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου,
που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα —
σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.
Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος,
την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί.
Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο,
και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ».
Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ».
Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.
Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου
και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο.
«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου,
ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω—
ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό—
Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».
Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα,
εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών.
Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του,
αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου
κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου-
κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο,
με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε.
Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι,
ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας—
για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!»
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα,
μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε — μεγάλη συνάφεια δεν είχε.
Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον
ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του—
είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του,
να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».
Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα
εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις.
Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε—
Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε—
Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές».
Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».
Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε,
είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό
που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή
τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν,
μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο
του Ποτέ — Ποτέ πια».
Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο,
Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα.
Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη,
Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί,
Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί
Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».
Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή
στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου·
Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο,
στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας.
Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας,
και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.
Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι
που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο.
«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα
Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ!
Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ».
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος
είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά,
Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ’ όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια —
σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη – έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ,
πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;»
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! – προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος!
Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε—
Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ,
Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ-
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ—
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι».
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!»
Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης —
«Να επιστρέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας!
Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου!
Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ’ το μπούστο πάνω απ’ την πόρτα μου!
Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ’ την πόρτα μου!»
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται,
στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας
και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ’ την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει,
και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του·
και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα,
δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια.
[http://www.altfactor.ath.cx/library/stuff/raven.html]
#
Ο αφορμή τούτης της ανάρτησης με το γνωστό μας αγαπημένο ποίημα του Πόου, παρουσιάστηκε χτες το μεσημέρι, ένα κοράκι δίπλα στις άσπρες διαχωριστικές γραμμές ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου, στεκόταν ασυγκίνητο, ακόμα κι όταν τεράστια φορτηγά περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μία σπιθαμή μόνο, δίπλα του, αλλά και το «δικό μου» κοράκι στον κήπο, είτε υπάρχω κάνοντας δουλειές περνώντας ουσιαστικά δίπλα του, είτε όχι, η παρουσία μου το αφήνει σκανδαλωδώς αδιάφορο.
[πρώτη δημοσίευση 24.6.2009
.
.
[συλλεκτικόν ·
20/02/2023 § Σχολιάστε
ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΝ!

ο ©Χρήστος Παπανίκος – σκίτσο για το Ελλάδα24 (19/2/2023)
Τα κορόϊδα τα πάτησε το τρένο
Ψηφίζουμε πάντα το μη χείρον βέλτιστον και ποτέ με ιδεολογικό συναίσθημα που εκμεταλεύονται οι κάθε φορά λογής τυχοδιώκτες που κάποτε, δυστυχώς, πιστεύαμε και ψηφίζαμε.
Γινόμαστε π ρ α γ μ α τ ι σ τ έ ς.
◉
Τζορντάνο Μπρούνο, Ο Ιταλός φιλόσοφος που κάηκε στην πυρά ως «αιρετικός»…
17/02/2023 § Σχολιάστε
Γιατί τον αποκαλούν πρώτο μάρτυρα της επιστήμης
Σαν σήμερα, το 1600, καίγεται στην πυρά ο «αιρετικός» Τζορντάνο Μπρούνo, ένας φιλόσοφος, κοσμολόγος και αποκρυφιστής που αρνείται να αποκηρύξει τη δική του θρησκεία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Το επικίνδυνο – για την Καθολική Εκκλησία και τον ίδιο- έργο του, συνδυάζει αστρονομικές ιδέες για ένα άπειρο και ομοιογενές σύμπαν, πανθεϊστικά πιστεύω, καθώς και την τέχνη της απομνημόνευσης.
Γεννιέται στη Νόλα της Ιταλίας, το 1548, και σε ηλικία μόλις 11 ετών μετακομίζει για σπουδές στη Νάπολι, όπου εντάσσεται στο Τάγμα των Δομινικανών, και το 1572 γίνεται ιερέας. Παράλληλα, αναπτύσσει ένα μοναδικό και ιδιαίτερα πολύπλοκο μνημονικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στην οργάνωση της γνώσης, και καλείται να το παρουσιάσει ενώπιον του Πάπα, ο οποίος τον τιμά για την εξέχουσα ικανότητά του. Ωστόσο, ο Τζορντάνο Μπρούνο έχει μια κακή συνήθεια: σκέφτεται ελεύθερα.
Η κοσμολογική του αντίληψη ξεπερνά, όχι μόνο το δόγμα της Εκκλησίας, αλλά και το ριζοσπαστικό μοντέλο του Κοπέρνικου, καθώς αρνείται τον ηλιοκεντρισμό και αντιλαμβάνεται τον Ήλιο ως ένα μόνο από τα άπειρα κινούμενα ουράνια σώματα.
Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που κοιτάει τα αστέρια και τα βλέπει ως ήλιους. Επιρροές του είναι η αραβική αστρολογία, ο νεοπλατωνισμός και ο ερμητισμός της Αναγέννησης, ενώ διαβάζει με μεγάλο πάθος για τη φιλοσοφία τα έργα του Θωμά Ακινάτη, του Ερμή του Τρισμέγιστου, του νεοπλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο, του Νικόλαου της Κιούζα και του Αβερρόη, με τον οποίο ταυτίζεται στην ιδέα για ένα «παγκόσμιο μυαλό».
Κάπως έτσι, ο Μπρούνο αρχίζει να αμφισβητεί το θεολογικό δόγμα, και αναπτύσσει ένα πανθεϊστικό υλοζωιστικό σύστημα το οποίο, ναι μεν αποδέχεται τη ύπαρξη του θεού, αλλά αντιβαίνει απόλυτα στις χριστιανικές τριαδικές πεποιθήσεις.
Όπως θα ομολογήσει αργότερα, κάνει μια μάλλον «άτακτη» μοναστική ζωή: δύο φορές αφαιρεί τα αγαλματίδια Αγίων, αφήνοντας μόνο το σταυρό, ενώ διδάσκει αμφιλεγόμενες θεολογικές ερμηνείες στους μαθητές του. Κατηγορείται πως υπερασπίζεται την αίρεση του αρειανισμού και κρύβει κάτω από το στρώμα του απαγορευμένα κείμενα του Έρασμου.
Βλέποντας τη «θεϊκή νέμεση» να πλησιάζει, ο Μπρούνο εγκαταλείπει τη Νάπολι και ξεκινά τις περιπλανήσεις του, που θα τον φέρουν στις σπουδαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Πηγαίνει στη Γενεύη, όπου θα αφοριστεί, θα απογοητευτεί με το δογματισμό των καλβινιστών και θα φύγει για τη Γαλλία.
Στη Λυών, στην Τουλούζ, όπου γίνεται λέκτορας φιλοσοφίας, και μετά στο Παρίσι, όπου δίνει διαλέξεις και αποκτά μεγάλη φήμη, λόγω του αξιοθαύμαστου ταλέντου του στην απομνημόνευση. Αποκτά την εύνοια του βασιλιά Ερρίκου ΙΙΙ και άλλων ισχυρών Γάλλων, και γράφει ασταμάτητα.
Ο Ερρίκος ΙΙΙ στέλνει τον Τζορντάνο Μπρούνο στην Αγγλία, όπου αποτυγχάνει να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αρχίζει να προκαλεί την κοινή γνώμη με τις αμφιλεγόμενες ιδέες του και τον έντονα σαρκαστικό του τρόπο. Δέχεται επίθεση από τον εξοργισμένο όχλο και εγκαταλείπει το Λονδίνο, αυτή τη φορά για τη Γερμανία.
Στο Βίτενμπεργκ, δίνει διαλέξεις πάνω στον Αριστοτέλη, αλλά όταν τα ιδεολογικά ρεύματα της Γερμανίας θα μετατοπιστούν, αναγκάζεται να φύγει για την Πράγα. Εκεί, θα αφοριστεί από τους Λουθηρανούς και το 1591 θα βρεθεί στη Φρανκφούρτη, όπου τον βρίσκει ο Ιταλός πατρίκιος Τζοβάνι Μοτσένιγκο και του ζητάει να τον ακολουθήσει στη Βενετία και να του μεταδώσει την τέχνη της απομνημόνευσης.
Ο Μπρούνο δέχεται, παραδίδει για δύο μήνες μαθήματα κατ’ οίκον στο Μοτσένιγκο, αλλά στη συνέχεια ανακοινώνει στο μαθητή του πως πρέπει να τον εγκαταλείψει. Η ιστορία θέλει το Μοτσένιγκο να στρέφεται κατά του Μπρούνο, σαν άλλος Ιούδας, καταγγέλλοντας το δάσκαλό του στην Ιερά Εξέταση της Βενετίας, που τον συλλαμβάνει στις 22 Μαΐου 1592. Τον βαραίνουν οι κατηγορίες της βλασφημίας, της αίρεσης και της ηθικής παρεκτροπής, λόγω των πεποιθήσεών του για τη μορφή του σύμπαντος, και κυρίως για τις πανθεϊστικές αντιλήψεις του.
Ο Τζορντάνο Μπρούνο αρνείται να αποκηρύξει τα πιστεύω του και για τα επόμενα 7 χρόνια βασανίζεται στις φυλακές της Ρώμης. Στις αρχές του 1600, ο Πάπας αποφασίζει να τον καταδικάσει σε θάνατο στην πυρά και το δικαστήριο ανακοινώνει την ποινή στον Μπρούνο, που βρίσκεται πεσμένος στα γόνατα. Ο πρώτος μάρτυρας της επιστήμης θα σηκωθεί και θα απαντήσει: «Πιθανόν εσείς, κριτές μου, να ανακοινώνετε την καταδίκη εναντίον μου με μεγαλύτερο φόβο απ’ ό,τι τη δέχομαι εγώ».