[Ανθήκλεια –μια γυναίκα ·

29/01/2018 § Σχολιάστε

Της Ασημίνας Λαμπράκου

lambrakou17.3.14
Ήρθε και ζαλίστηκε λιγάκι το πρωί
Εκείνη η κατάσταση που λες κι αδειάζει το υγρό που προστατεύει τον εγκέφαλο κι αυτός διογκώνεται κι ασφυκτιά στα νεόκοπα πλαίσια και κάνει μια να πάρει τη κατηφόρα μα σα δε βρίσκει διέξοδο ικανή να χωρέσει το νέο του μέγεθος, στριφογυρνά κουρασμένα σα σκυλί γερασμένο που κυνηγά την ουρά του κι όταν νομίζει πως τη φτάνει, δίνει μια να την αρπάξει κι ύστερα πάλι λουφάζει
Έπειτα είπε θα ξεκουραστώ, σαν έφτασε στο σπίτι της
Μα τότε εφόρμησε σα ζιζάνιο πικρό εκείνη η μιλιά η γεμάτη στόμφο που νόμιζε η αιτία της ήταν η έγνοια από αγάπη, η ανησυχία από ενδιαφέρον κι αυτή αποδείχτηκε σφίγγα με κεντρί δηλητήριο πως άλλο εννοούσε κι ήταν αυτό η παρεξήγηση
Κι όπως διπλώθηκε να ξαποστάσει, μαζί διπλώθηκε κι η ψυχή κι η μνήμη κουβαράκι δίπλα της κι όλες μαζί κρύωναν και βαριανάσαιναν σαν από πνιγμό μιας επιθυμητής επιούσιας κατάστασης ξεχασμένης κι ακόμη πιο πολύ… προδομένης
Που ήταν οι μέρες με το δικό τους χρώμα, οι γιορτινές, να ξεχωρίζουν περήφανες για το περιεχόμενό τους κι όλο που χάριζαν στους ανθρώπους
Ένα μπλε της Βηθλεέμ, η γιορτή του πατέρα
Ένα χρυσαφί σκούρο με μυρωδιά από τον μπακλαβά που ψηνόταν, τα Χριστούγεννα
Ένα κόκκινο βαθύ για το Πάσχα με όλες τις αποχρώσεις του ροζ της άνοιξης που το φιλοξενούσε
Το άσπρο του γιασεμιού με μια γλύκα πασπαλισμένης άχνης στο γλυκό που στόλιζαν τα άνθη του, για τα γενέθλια της

Ύστερα.… ύστερα έκανε το δικό της σπίτι με όλες τις υποσχέσεις να κρατήσουν οι μέρες το χρώμα τους κι αυτές δεν άντεξαν και ξεθώριασαν ανάμεσα στις άλλες, άχρωμες κι άοσμες με τα παντζούρια τραβηγμένα και τις κουρτίνες ίδιες πάντα χωρίς ούτε μια λεπτομέρεια να δείχνει τη διαφορά, ένα λουλούδι, ένα σεντόνι με κέντημα
Μόνο το τηλέφωνο να κτυπά για τα ειωθότα, να δείχνουν τα τετριμμένα και τριμμένα στο φαίνεσθαι συναισθήματα κι έπειτα τίποτα μόνο κάτι ευχές να ικανοποιείται το παράλογο, το συνήθειο.. ούτε μια ζέστα, ούτ’ ένα γέλιο
Δεν ήταν πάντα έτσι μα κάτι έφταιξε κι έλεγε πως έφταιξε που δεν τον χάιδεψε η μάνα του, όχι όπως χαϊδεύεις και κακο- ή καλο-μαθαίνεις, ανάλογα πως θ’ αποφασίσεις να το «δείς», μα το άλλο το χάδι του χεριού που πάει να πει στοργή κι επανάληψη μέχρι να μη την αντέχεις και να σε πονά και να θέλεις να απαλλαγείς απ’ αυτήν ώσπου νάρθει η σειρά σου να την δώσεις σ’ όποιον αγαπήσεις, αν έχεις μάθει ν’ αγαπάς… κι έλεγε αυτό θα έφταιξε και κάνε κουράγιο κι έχεις εσύ περίσσευμα και δώσε μέχρι να μάθει
Μα το περίσσευμα απόσωσε κι έγινε κουβαράκι να λιώσει τις ανάγκες της να τις μπερδέψει, κόμπος να γίνουν άλυτος κι απ’ το πολύ το παιδεμό για να τις λύσει, με κούραση βαθειά τον καημό ν’ αποκοιμίσει
Κι έλεγε, μάνα του είναι και θα τη στέρξει και κάνε κουράγιο που έτσι έχουν τα πράγματα, μα πώς να κάνει τόσο καιρό αυτή που συνήθισε στην έγνοια από αγάπη, την ανησυχία από ενδιαφέρον και που χαϊδεμένη ήτανε κι αυτό να δώσει θέλει και να πάρει πάλι κι όπως δεν τόχει, κουράγιο πώς να κάμει κι ήρθε και ζαλίστηκε κι είπε θα ξεκουραστεί σαν έφτασε στο σπίτι κι όπως η στεναχώρια τη βαλάντωσε, πήραν οι καταστάσεις και τυλίχτηκαν μαζί με τη ψυχή της και κρύωνε κουρνιασμένη έμβρυο, όχι για να χωρέσει σε μήτρα αλλά να κλείσει τη δική της να μην αιμορραγεί θλίψη και θυμό κι απ’ τη κακία άλλος μη μεταλάβει

Κι έτσι όπως ήταν, σαν έμβρυο έκλαψε, δάκρυ αδάκρυτο, να ησυχάσει κι άλλην εικόνα δεν έχω από τούτη την ιστορία.. μια γιατί δεν τέλειωσε κι άλλη γιατί άργησε να γραφεί…

στη γυναίκα.

vintage_under2

 ©Ασημίνα Λαμπράκου

η φωτο είναι του αγριμολόγου, 2003

Πρώτη δημοσίευση στις Στάχτες 17.03.2014

Advertisement

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

What’s this?

You are currently reading [Ανθήκλεια –μια γυναίκα · at αγριμολογος.

meta

Αρέσει σε %d bloggers: