Κωστής Παλαμάς, Stefan Zweig
03/05/2018 § Σχολιάστε
– 15 Χρόνια Στάχτες
Είμαι ολότελα ξένος από κάθε θεατρική συγκέντρωση κι από εκείνη ακόμα του Εθνικού μας θεάτρου· μόνο μου ευτύχημα τώρα τελευταία μου δόθηκε να ιδώ τον «Ιούδα» του Μελά χάρη στην παρακλητική επιμονή του φίλου μου Δαμβέργη· για τούτο και ανήξερος σωπαίνω σε ό,τι δε μπορώ νάχω άμεση προσωπική αντίληψη για όποια σκηνική διδασκαλία, κρίνοντάς την ή κατακρίνοντας! Εξαίρεση της σιωπής κάνω για το έργο του Στεφάνου Τσβάιγγ που τώρα τελευταία διδάχτηκε στο Εθνικό Θέατρο. Για το έργο τούτο είδα κάποια σημειώματα, στις λίγες εφημερίδες που βλέπω, κριτικών που λογαριάζονται, κάθε άλλο παρά συμπαθητικά, θα εξακολουθούσα, λογικώτατα, να σωπαίνω· μα η κρίση τού κ. Θεμ. Αθανασιάδη με φέρνει να παραβώ τον κανόνα. Ο κ. Αθανασιάδης λογοτέχνης και ποιητής εξαίρετος ‒ και ο «Νέος Κόσμος» φύλλο αγαπητό. Ο κριτικός δε με κάνει να μιλήσω για την κριτική του, αφού δεν το είδα και δεν το γνωρίζω το δράμα, μα για τον τρόπο το σφοδρότατα καταφρονετικό και σχεδόν υβριστικό του άρθρου του για το δραματογράφο.
Το έργο του Στέφαν Τσβάιγγ, όσο άτυχο κι αν μπορή να είναι, δε μπορεί να είναι γελοίο, καθώς χαραχτηρίζεται, κ’ εξάμβλωμα. Όχι μόνο γιατί τ’ ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, που κάποια θα του υπολείπεται αξία για να διαλεχτή, μα γιατί ο Τσβάιγγ είναι στα χρόνια μας αριστοτέχνης· είν’ ένας συγγραφέας από τους ονομαστούς και τους έξοχους κ’ έργο βγαλμένο από τα χέρια του μπορεί νάχη ή να φαίνεται πως έχει αδυναμίες και ατυχήματα που δεν απολείπουνε στα έργα της φαντασίας και κορυφαίων ποιητών που δεν έχουν όσα παράγουν όμοια αναστήματα, καθώς και το κοινόν που θα τα θεωρήση αποτελείται από αντιλήψεις και από συναισθήματα ανόμοια, διαφορετικά όταν δεν είναι ρυθμισμένο από επιβλητική μακροχρόνια κριτική. Οι καλλιτέχνες μάλιστα οι έξοχοι, όπως και όπου φανούν, κάτι θα σώζουν από τον αέρα που τους έσπρωξε.
Του Τσβάιγγ η παραγωγή, από τα 1910 που πρωτογνωρίστηκε, στην ποίηση, στη μυθιστορία, στο θέατρο και περισσότερο και κυριώτερα στην κριτική, φαίνεται πως είναι υποδειγματική. Ένας ονομαστός Γερμανός κριτικός, ο Αλφρέδος Κερρ, εξόριστος και κείνος στο Παρίσι, έγραφε: «Το έργο μου δεν είναι κριτική για τούτο ή για κείνο· το έργο μου είναι ποίηση· ο γνήσιος κριτικός μένει πάντα ποιητής, είναι δημιουργός». Η κριτική του Τσβάιγγ λαμπυρίζει από ποιητική ομορφάδα. Το πρώτο του έργο στα 1910 που ευτύχησα να το γνωρίσω από τότε, είναι ο Βεράρεν, ολόκληρο βιβλίο ταιριαστό για το μεγαλοφάνταστο ποιητή. Το νεώτερο βιβλίο του Τσβάιγγ είναι ο Δοστογιέφσκης. Όταν το διάβασα, βάλθηκα να θυμηθώ όσους έως τότε είχα γνωρίσει κριτικούς και μελετητές του ασύγκριτου Ρώσσου μήπως τυχόν μου γινόταν από την παραβολή μια ευφρόσυνη περίεργη εντύπωση, όσο κι αν είτανε τα διαβάσματά μου, συγκρινόμενα προς την παγκόσμια φήμη του Δοστογιέφσκη, ελάχιστα. Από το σωρό των κριτικογράφων που ξεχωρίσανε στη φαντασία μου, σταθήκανε στη μνήμη μου υπέροχοι ο Βογκέ στο αποκαλυπτικό βιβλίο του για το «Ρωσσικό Μυθιστόρημα», ο Σουαρές στο σύγγραμμά του «Τρεις άνθρωποι», ο Μερεσκόβσκης στη δίψυχη εργασία του «Τολστόης και Δοστογιέφσκης», ο·Ανδρέας Ζιντ στη συγγραφή του για τον ίδιο Δοστογιέφσκη, ο Ηλίας Φωρ στους «Οικοδόμους» του, και λίγες γραμμές του Νίτσε στο «Ίδε ο άνθρωπος», νομίζω, βεβαιώνοντας πως ο Δοστογιέφσκης του είχεν αποκαλύψει την ψυχολογία, αφήνω τα πλατύτατα κεφάλαια πολλών ιστοριογράφων της ρωσσικής λογοτεχνίας. Αλλά μ’ όλα αυτά, τα δέκα κεφάλαια της κριτικής του Στέφαν Τσβάιγγ μού ξύπνησαν το νου με την αρχιτεκτονική τους ευρυθμία που τα ξεχώριζεν απ’ όλες μου και τις πιο εξαιρετικές εκείνες αναγνώσεις μου. Και γύρισεν η ανάμνησή μου στην προειπωμένη σκέψη του Aλφρέδου Κερρ «ο γνήσιος κριτικός μένει πάντα ποιητής, δημιουργός». Και μου την επαλήθεψαν τα λόγια του Rοmain Rolland στο διεξοδικό του πρόλογο σ’ ένα τόμο διηγημάτων του Τσβάιγγ. Λέει ανάμεσα σε πολλά:
«Ο Στέφαν Τσβάιγγ είναι γεννημένος καλλιτέχνης. Η δημιουργική του ενέργεια είναι ανεξάρτητη κι από τον πόλεμο κι από την ειρήνη κι απ’ όλα τα δηλωμένα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου. Υπάρχει για να δημιουργή. Ποιητής με το γκαιτικό νόημα. Η τέχνη του είναι η ματιά που βυθίζεται στην καρδιά της ζωής. Υπόσταση της τέχνης του είναι η ζωή. Δεν εξαρτάται αυτός από τίποτε και τίποτε δεν του είναι ξένο. Ποιητής είναι πια περίφημος από την εφηβική του νεότητα, δοκιμιογράφος, κριτικός, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, άγγισεν όλες τις χορδές, σαν ένας maître. Το κυριώτερο χαραχτηριστικό του στην τέχνη βρίσκεται στην προσήλωσή του στη σύνθεση, όχι μονάχα ενός δοκιμίου κ’ ενός διηγήματος, μα κ’ ενός κύκλου κριτικών, κ’ ενός συγκροτήματος διηγημάτων. Κάθε του βιβλίο είναι αρμονία μελετημένη και πραγματοποιημένη με τέχνην ακριβή και λεπτεπίλεπτη. Τίποτε το συνηθισμένο μέσα στους καιρούς μιας φυσικής ή θεληματικής ασυναρτησίας, προχειρολόγων και τραβηγμένων εντυπώσεων. Το υψηλό και λεπτό τούτο νόημα που δεν το παρατηρεί αρκετά το αυτί του καιρού ζώντας μέσα στο θόρυβο, αυτό με προσηλώνει στο έργο του Τσβάιγγ, και το φέρνω στο φως».
Και προβαίνοντας ο Ρολλάν σταματά στις μεθοδικές εργασίες και μελέτες του Τσβάιγγ με τους κλασσικούς δημιουργικούς διδασκάλους που του είναι ο Βαλζάκ, ο Δίκενς, ο Δοστογιέφσκης (Τρεις διδάσκαλοι), ο Χέρδελιν, ο Κλάιτς, ο Νίτσε (Μαχητής με το δαίμονα). Και προχωρεί ο Ρολλάν στην ανάλυσή του που συνεχίζεται σε όλη τη μεθοδική εργασία του ποιητή και όλα τα είδη του λόγου που παίρνουν νέα όψη και νέο κάλλος από τ’ άγγιγμά του που για μένα είναι αρκετό για να υπονοήση και στους αγαπητούς μου φίλους ακόμη πως τ’ όνομα του Στέφαν Τσβάιγγ χρειάζεται και σε μιαν αντιπαθητική ακόμα μνεία κάπως περισσότερο σεβασμό.
(Εφημ. «Νέος Κόσμος», 10 Νοεμβρίου 1934).
Δημοσιεύθηκε στην Athens Review of Books, τεύχος 94 (Απρίλιος 2018), αφιερωμένο στον Τσβάιχ. Το άρθρο «Ένα ξεχασμένο θεατρικό σκάνδαλο: “Του φτωχού τ’ αρνί” στο Εθνικό Θέατρο» της Τατιάνας Λιάνη στο ίδιο τεύχος παρουσιάζει την αντιεβραϊκή υστερία και το σκάνδαλο του κατεβάσματος του έργου από το Εθνικό. Ο Κωστής Παλαμάς αντέδρασε όταν καταγγέλθηκε ότι «ο Τσβάικ είναι Εβραίος και η κριτική μασωνία που τον επέβαλε επίσης εβραϊκή», ενώ το έργο του χαρακτηρίστηκε σαν «ένα έργο της χονδροειδέστερης Εβραϊκής βαγαποντιάς». Ήταν ο καιρός που «χθεσινά είδωλα της εβραιοκρατούμενης Γερμανίας αναποδογυρίζονται στην άλλη Ευρώπη χωρίς έλεος», και η ελληνική κριτική χαιρέκακα επικροτούσε. Ένα από αυτά τα είδωλα υποτίθεται ότι ήταν και ο εβραϊκής καταγωγής Στέφαν Τσβάιχ. Και εμείς οι Έλληνες το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να κατεβάσουμε αμέσως από το Εθνικό Θέατρο την παράσταση του έργου του ‒ που δήθεν γράφτηκε εναντίον του Χίτλερ «για προπαγάνδα και εκδίκηση»! Ε όχι να μιάνουν το λίκνο της δημοκρατίας οι Εβραίοι!
Α‘ διαδικτυακή εμφάνιση: Στάχτες 29 Απρ., 2018