[Από τότε η ίδια η Ελλάδα, κάπου μέσα μου, ακούραστα αρμενίζει ακυβέρνητη στην άκρη της μνήμης μου ·

12/04/2020 § Σχολιάστε

Albert Camus (1913-1960) – Β

Διαβάστε το Α’ μέρος

Στο ελληνικό αρχιπέλαγο, είχα την αντίθετη εντύπωση. Καινούργια νησιά εμφανίζονταν αδιάκοπα στον κύκλο του ορίζοντα. Η άδεντρη σπονδυλική τους στήλη χάραζε τα όρια του ουρανού, οι βραχώδεις ακτές τους ξεχώριζαν καθαρά πάνω στη θάλασσα. Κανένα μπέρδεμα όλα ήταν ένας δείκτης στο σαφώς καθορισμένο φως. Κι απ’ το ένα νησί στο άλλο, αδιάκοπα, πάνω στο καραβάκι μας που παρ’ όλ’ αυτά κυλούσε, είχα την εντύπωση πως αναπηδούσα, μέρα νύχτα, στην κορφή μικρών, δροσερών κυμάτων, σε μια διαδρομή όλο αφρούς και γέλια. Από τότε η ίδια η Ελλάδα, κάπου μέσα μου, ακούραστα αρμενίζει ακυβέρνητη στην άκρη της μνήμης μου… Ε, να, κι εγώ αρμενίζω ακυβέρνητος, γίνομαι λυρικός! Σταματήστε με, αγαπητέ μου, σας παρακαλώ.

Αλήθεια, μια και το ‘φερε η κουβέντα, την ξέρετε την Ελλάδα; Όχι; Τόσο το χαλύτερο! Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα, σας ρωτώ; Θέλει αγνή χαρδιά. Το ξέρετε πως οι φίλοι εκεί περπατούν στο δρόμο δυο δυο και χρατιούνται απ’ το χέρι; Ναι, οι γυναίκες μένουν στο σπίτι και βλέπεις άντρες ώριμους, σεβαστούς, στολισμένους με μουστάκια, να μετρούν σοβαροί τα πεζοδρόμια με τα βήματά τους, με το χέρι μέσα στο χέρι του φίλου. Το ίδιο και στην Ανατολή μερικές φορές; Έστω. Πείτε μου όμως, θα μου χρατούσατε το χέρι στους δρόμους του Παρισιού; Α! Αστειεύομαι. Εμείς έχουμε τρόπους, η βρώμα μας ανυψώνει. Προτού πάμε στα ελληνικά νησιά, θα ‘πρεπε να πλυθούμε πολύ καλά. Ο αέρας εχεί είναι αγνός, η θάλασσα κι η χαρά φωτεινές. Κι εμείς…

Ας καθίσουμε σ’ αυτές τις σεζλόνγκ. Ποπό, ομίχλη! Είχα μείνει, νομίζω, στην απομόνωση. Ναι, θα σας πω περί τίνος πρόκειται. Αφού πάλεψα, αφού εξάντλησα την αυθάδη περηφάνια μου, αποθαρρυμένος από την αχρηστία των προσπαθειών μου, αποφάσισα να εγχαταλείψω τη συναναστροφή των ανθρώπων. Όχι, όχι, δεν έψαξα για ερημονήσι, δεν υπάρχουν πια. Κατέφυγα μονάχα στις γυναίκες. Το ξέρετε, δεν χαταδικάζουν χαμιά αδυναμία στην πραγματικότητα: θα προσπαθούσαν μάλλον να ταπεινώσουν ή να αφοπλίσουν τις δυνάμεις μας. Γι’ αυτό κι η γυναίκα είναι η ανταμοιβή όχι του πολεμιστή, αλλά του εγκληματία. Είναι το λιμάνι του, το καταφύγιό του, στο κρεβάτι της γυναίκας τον πιάνουν κατά κανόνα. Αυτή άραγε δεν είναι ό,τι μας απομένει απ’ τον επίγειο παράδεισο; Χαμένος, έτρεξα στο φυσικό μου λιμάνι. Μα δεν έλεγα πια λόγια. Έπαιζα ακόμα λιγάκι, από συνήθεια έλειπε όμως η ευρηματικότητα. Διστάζω να το ομολογήσω, από φόβο μην πω ξανά παχιά λόγια: νομίζω πως την εποχή εκείνη ένιωσα την ανάγκη ενός έρωτα. Αισχρό, έτσι; Όπως και να ‘χει, ένιωθα έναν βουβό πόνο, ένα είδος στέρησης που μ’ έκανε πιο άδειο και μου επέτρεπε, ενμέρει από ανάγκη και ενμέρει από περιέργεια, να αναλάβω κάποιες υποχρεώσεις. Εφόσον είχα ανάγκη ν’ αγαπήσω και να αγαπηθώ, πίστεψα πως ήμουν ερωτευμένος. Έκανα, μ’ άλλα λόγια, το βλάκα.

*

[Albert Camus, Η Πτώση, μτφρ. Ιωάννα Ευθυμιάδου, Γράμματα 1987

Advertisement

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

What’s this?

You are currently reading [Από τότε η ίδια η Ελλάδα, κάπου μέσα μου, ακούραστα αρμενίζει ακυβέρνητη στην άκρη της μνήμης μου · at αγριμολογος.

meta

Αρέσει σε %d bloggers: