[υποτονικό ·
16/05/2020 § Σχολιάστε
Αυθαιρεσία XXXΧI
✻
Ξηρασία. Εσωτερική. Εγκατάλειψη σε θάλασσα λεπτομερειών, η μοχθηρία κι η αδιαφορία της καρδιάς. Σαν ν’ αποκοιμήθηκε, λένε, η παλιά (παν)άξια ανθρωπότητα. Αυτά και άλλα αδιάφορα σκεφτόταν, καθώς έπλενε προσεκτικά τα πιάτα του βραδινού του -υποχρέωση απαραβίαστη το να αφήνει τα πάντα καθαρά και στη θέση τους πριν πέσει για ύπνο, πράγμα που έρχεται, να μας διδάξει ότι -εδώ και πάλι η σκέψη του σαλπάρει γι’ αλλού- για τις νεαρές ψυχές, για τις οποίες, κάποιες τέτοιες ασήμαντες εκκρεμότητες, θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα καταγέλαστες, και η υποχρέωση κενό γράμμα. Βλακείες. Και δεν είναι άνθρωπος που σκέφτεται και ξεστομίζει βλακείες, και σκέφτηκε -εδώ και πάλι η σκέψη του σαλπάρει γι’ αλλού- το μικρό του δωμάτιο που χρησιμεύει για γραφείο και ως καθιστικό, εκεί όπου κατάφερε να τοποθετήσει ένα διθέσιο καναπέ, μία φιλόξενη αναπαυτική καρέκλα κι απέναντι μια τηλεόραση που σπανίως άνοιγε. Οι τοίχοι είναι επενδυμένοι με βιβλία· κι ανάμεσά τους έμπαινε το φως του παραθύρου· εκεί τον περίμενε υπομονετικά το γραφείο. Το μέτριο αυτό περιβάλλον άνεσης συμπλήρωνε ένα· με υποτονικά χρώματα, ξεθωριασμένο χαλί. Στις ανάκατες σημειώσεις του πάνω στο γραφείο αχνοφαίνονταν, οι πιθανότητες των
μελλοντικών του διαφοροποιήσεων.
*
όλες οι «αυθαιρεσίες»