Η αληθινή τέχνη περιγράφει έναν κόσμο όπου κανείς δεν έζησε, όσο οικείος κι αν δείχνει
22/06/2015 § Σχολιάστε
«το να έχεις ως μόνη βεβαιότητα τη σοφία της αβεβαιότητας, δεν απαιτεί μικρότερο σθένος»

Stratos Fountoulis, Opus Dei(?) 33, mixed media on canvas 60x60cm, 2005
Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε κάποτε γράψει στα πλαίσια αναφοράς του σε μια τότε («Αρτισύστατοι πεζογράφοι 19.10 1997») διαπίστωση εκείνου και άλλων εκείνη την εποχή, για έναν υπερκερασμό στη νεοελληνική «ποίηση»-ναι, με εισαγωγικά- και που ανεμένετο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, μια στροφή στην πεζογραφία. Δεν θα επεκταθώ στις αποσαφηνίσεις του Κ.Π. όσων αναφορά τις διαπιστώσεις του, στέκομαι σε μία μόνο παράγραφό του: «… η λογοτεχνία δεν δημιουργεί τον κόσμο με αλήθειες, αλλά με ψέματα. Μόνο με τα χρόνια και τη δουλειά αντιλαμβάνεται κανείς ότι το άμεσο βίωμα –απαραίτητο σαν φροντιστήριο- δεν διδάσκει λογοτεχνία. Όσο κοινότοπη κι αν είναι αυτή η αρχή, αξίζει πάντα να την τονίζουμε: για να πείσει ένα γραφτό πρέπει να είναι πλάσμα της φαντασίας, νεοσύστατη ζωή· αντίθετα όλες οι καταγραφές που γίνονται με αφελή απόδειξη ταυτότητας δεν πείθουν ή τουλάχιστον δεν ενδιαφέρουν. Η αληθινή λογοτεχνία περιγράφει έναν κόσμο όπου κανείς δεν έζησε, όσο οικείος κι αν δείχνει»[1]
Φυσικά ο Κ.Π. δεν είναι ο πρώτος που κάνει αυτές τις διαπιστώσεις, αρκεί να θυμηθούμε το «η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ καλύτερα από ότι η τέχνη μιμείται τη ζωή» του Όσκαρ Ουάιλντ ή τον σύγχρονο Μίλαν Κούντερα που συμπεραίνει: «Χωρίς την παρουσία του ύψιστου Κριτή, ο κόσμος εμφανίζεται ξαφνικά μέσα σε μια επικίνδυνη αμφισημία. Η μία και μοναδική Θεία Αλήθεια αποσυντέθηκε σε μυριάδες σχετικές αλήθειες, διάσπαρτες ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι γεννήθηκε ο κόσμος των Νέων χρόνων και μαζί του το μυθιστόρημα, είδωλο και πρότυπό του» και που στη συνέχεια συμπεραίνει ότι εάν το να νοήσεις μαζί με τον Καρτέσιο το «σκεπτόμενο εγώ» είναι μία στάση που ο Χέγκελ κρίνει ως ηρωική, αλλά μήπως εξίσου ηρωική δεν είναι η απόλυτη αμφισημία του Θερβάντες για να αντιμετωπίσει όχι μία μόνο κατ’ ανάγκη, απόλυτη αλήθεια, αλλά ένα πλήθος από σχετικές αλήθειες που αντιφάσκουν μεταξύ τους, «αλήθειες ενσωματωμένες σε φανταστικά εγώ που ονομάζονται μυθιστορηματικά πρόσωπα», και συνεχίζει: «το να έχεις ως μόνη βεβαιότητα τη σοφία της αβεβαιότητας, δεν απαιτεί μικρότερο σθένος».[2]
Ο νατουραλιστής Ζολά όσο και εάν προσπάθησε να αποδώσει με όλες τις δυνάμεις του τεράστιου ταλέντου που πράγματι διέθετε, την πιστότητα της ζωής και της κοινωνίας, δεν απέφυγε ούτε τον κανόνα του φανταστικού εγώ αλλά ούτε και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα. Οι νατουραλιστικοί, λεγόμενοι κανόνες του, δεν βρήκαν την ανταπόκριση που άξιζαν στο χρόνο (διαβάζεται ελάχιστα) λόγω του απροσδιόριστου της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή λόγω του χάους της αμφισημίας που διαποτίζει τον άνθρωπο και την έκβαση των κοινωνιών που αυτός δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί, αλλά και λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της φιλοσοφικής, αισθητικής και κριτικής σκέψης –αντιθέτως, το έργο του κατά πολύ παλαιότερου του Ζολά, του Θερβάντες αντέχει, συνεχώς επανεκδίδεται, διαβάζεται και στις μέρες μας, σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Η ραγδαία ανάπτυξη της κοινωνικής ευμάρειας σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα και τάξεις μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε και ο καθοριστικός ρόλος του ανώνυμου αναγνώστη που με την αγοραστική του δύναμη και αυξανόμενη γνώση καθορίζει και επηρεάζει το βιβλίο και φυσιολογικά τον συγγραφέα που δεν μπορεί πλέον να τον αγνοήσει, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση με την οποία, ίσως επανέλθω. Θέλω μόνο επιγραμματικά να τονίσω τη σπουδαιότητα της νέας αυτής αυξανόμενης επιρροής του αναγνώστη, και κατά πόσο στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα λαμβάνονταν πλέον πολύ σοβαρά υπόψη από τους δημιουργούς, χαρακτηριστικά ο Προυστ, που ως γνωστόν διάβαζε πολύ και με πάθος αναφέρει: Είναι ίδιον της μετριότητας να ισχυρίζεται «ότι το να αφηνόμαστε να μας καθοδηγούν τα βιβλία που θαυμάζουμε, αφαιρεί από την κριτική μας ικανότητα μέρος της ανεξαρτησίας της».[3] Η αλληλεπίδραση συγγραφέα/καλλιτέχνη- ανώνυμου αναγνώστη/καταναλωτή είναι πλέον γεγονός και που στο εξής θα υποχρεώσει τους δημιουργούς να αλλάξουν οριστικά τον τρόπο της έκφρασής τους γενικότερα.
Στο θέμα μας. Ας πάρουμε την κατάλληλη δημιουργική απόσταση από την πολύτροπη πραγματικότητα που θα μας επιτρέψει να την κατανοήσουμε καλύτερα, αυτό άλλωστε είναι η τέχνη. Ας πάρουμε επίσης τις αποστάσεις μας από τους προσδιορισμούς του χώρου και του χρόνου για την καταγραφή ενός οιουδήποτε συμβάντος στον κόσμο. Η τέχνη δεν απαιτεί την αλήθεια, αλλά την αληθοφάνεια.
Για τον Μπόρχες, και για πολλούς μετά από αυτόν, η μόνη πραγματικότητα είναι η γραμμένη λέξη, τίποτα πέραν αυτής· τίποτα δεν υφίσταται, είναι η μόνη οντολογικά πραγματική και η πραγματικότητα αυτή υπάρχει εφόσον υπάρχει και αναφέρεται στο γραπτό λόγο, στα κείμενα.
Τελειώνω με ένα έξοχο, σύντομο αφήγημα του δικού μας Ε.Χ. Γονατά, Τα μοσχοβούβαλα:
‘Σέρνει με το λουρί απ’ το λαιμό δυο υπέροχα κανελλιά μοσχοβούβαλα. Δίπλα της οι δυο κόρες της καμαρωτές και υπάκουες την ακολουθούν χοροπηδώντας ναζιάρικα. Ξαφνικά το ένα μοσχαράκι γυρίζει και χωρίς προφανή λόγο χώνει μια γερή δαγκωματιά στο μπούτι του πιο μικρού κοριτσιού. Η μικρούλα βγάνει τότε απ’ την τσέπη της ποδιάς της ένα μαχαιράκι και περνώντας το μπροστά απ’ τα μάτια του ατίθασου ζώου, σφίγγοντας τα δόντια, αρχίζει να χαράζει τη ράχη του, απ’ όπου τρέχει άφθονο αίμα, ενώ του λέει: «Αυτό για να σε συνετίσει, για να σου γίνει μάθημα να μην το επαναλάβεις ποτέ», και συνεχίζει να προχωρά, χοροπηδώντας ναζιάρικά’.
____________
[1] Κωστή Παπαγιώργη, Υπεραστικά, εκδόσεις Καστανιώτη
[2] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδόσεις Εστία
[3] Μαρσέλ Προυστ, Ημέρες ανάγνωσεις, εκδόσεις Ίνδικτος
©Αγριμολόγος
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.