[ Athens Review of Books, Δικαίωση κατόπιν εορτής;
08/12/2018 § Σχολιάστε
Ζητήματα ελευθερίας του Λόγου
Ο εισηγητής στο Ειδικό Δικαστήριο αποδέχεται ότι ήταν λανθασμένες οι αποφάσεις εις βάρος του περιοδικού στη γνωστή υπόθεση της αντιδικίας του με τον τέως υπουργό Εξωτερικών με αφορμή δημοσίευμα του το οποίο ο Νίκος Κοτζιάς θεώρησε συκοφαντικό.
Ο Δημήτρης Ψαρράς στην Εφ.τ.Συντ.
Στην αίθουσα Συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδικάστηκε την Τετάρτη το απόγευμα η αγωγή κακοδικίας που είχαν υποβάλει οι εκπρόσωποι του περιοδικού Athens Review of Books, Μαρία και Μανώλης Βασιλάκης.
Πρόκειται για την τελική πράξη (εντός των ελληνικών συνόρων) της δικαστικής αντιδικίας μεταξύ του περιοδικού και του Νίκου Κοτζιά που είχε ξεκινήσει από το 2010 με την αγωγή του τέως υπουργού Εξωτερικών για δημοσίευμα, το οποίο αυτός θεώρησε συκοφαντικό. Η υπόθεση είναι γνωστή και έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ έχει επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί και στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κομμάτων (βλ. σχετικά δημοσιεύματα στην «Εφ.Συν.», που φιλοξένησε όλες τις απόψεις).
Με την προχθεσινή δίκη, όμως, συνέβη κάτι πρωτοφανές. Για πρώτη φορά σε υπόθεση κακοδικίας εναγόμενη ήταν η ίδια η ηγεσία του Αρείου Πάγου: ο πρόεδρος (Βασίλειος Πέππας), δύο αντιπρόεδροι (Γεώργιος Λέκκας και Πηνελόπη Ζωντανού), δύο αρεοπαγίτες (Αγγελική Τζαβάρα και Θωμάς Γκατζογιάννης) και τρεις εφέτες (Ερωτόκριτος Ερωτοκρίτου, Κυριάκος Φώσκολος, Στυλιανή Μπλέτα).
Στο Ειδικό Δικαστήριο προήδρευε –όπως προβλέπει ο νόμος– η νεοεκλεγείσα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και στη σύνθεση μετείχαν ο σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Ποταμιάς, η Ελένη Μουσταΐρα (καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών), η Αθηνά Κοτζάμπαση (καθηγήτρια της Νομικής Σχολής ΑΠΘ), η Βασιλική Προβίδη (σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και τα μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων Ανδρέας Ζαχόπουλος και Δημήτριος Μανώλης.
Θαρραλέα κίνηση από το δικαστήριο
Εκ μέρους των εναγόντων αγόρευσε ο Χαράλαμπος Μαραβέλιας, ενώ οι εναγόμενοι αρεοπαγίτες δήλωσαν ότι θα καταθέσουν τις θέσεις τους γραπτώς, οι δε εφέτες απείχαν από τη διαδικασία. Η απόφαση αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αλλά ήδη από την προχθεσινή συνεδρίασή του το συγκεκριμένο δικαστήριο έχει προχωρήσει σε μια θαρραλέα κίνηση. Ο εισηγητής της υπόθεσης Γεώργιος Ποταμιάς, παρά το γεγονός ότι θεώρησε εκπρόθεσμη την κατάθεση της αγωγής και επομένως απορριπτέα για τυπικούς λόγους, προχώρησε στην ουσία, διατυπώνοντας σημαντικές θέσεις όχι μόνο για το επίδικο ζήτημα, αλλά και για την ελευθερία του Τύπου συνολικά.
Στην εκτενή του εισήγηση ο κ. Ποταμιάς εξήγησε ότι «στην προκειμένη περίπτωση συγκρούονται δύο συνταγματικής τάξεως ατομικά δικαιώματα, αφ’ ενός μεν η ελευθερία έκφρασης και η ελευθερία του Τύπου (άρθρο 14 Συντάγματος, άρθρο 10 ΕΣΔΑ) και αφ’ ετέρου το δικαίωμα προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 2, 9 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 ΕΣΔΑ)». Η επίλυση αυτής της σύγκρουσης γίνεται μόνο με τη στάθμιση των έννομων αγαθών που προστατεύονται από αυτά τα δύο δικαιώματα. «Στον πυρήνα της ελευθερίας της γνώμης και του Τύπου», σύμφωνα με τον εισηγητή, «ανήκει η ελευθερία του Τύπου να μπορεί να αποφασίζει κατ’ αρχάς με δικά του δημοσιογραφικά κριτήρια τι θεωρεί ότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και είναι άξιο λόγου προς δημοσίευση. Στο πλαίσιο της στάθμισης βαρύνουσα σημασία έχει αν το δημοσίευμα στη συγκεκριμένη περίπτωση υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και ικανοποιεί την αξίωση της κοινής γνώμης για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ή απλώς ικανοποιεί την περιέργεια των αναγνωστών σχετικά με τις ιδιωτικές δραστηριότητες διάσημων προσώπων».
Στη συνέχεια ο εισηγητής επισήμανε τη διάκριση που κάνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μεταξύ α) πολιτικών προσώπων, β) άλλων πολιτών που κινούνται στη δημοσιότητα και γ) ιδιωτών, παρέχοντας ευρύτερα όρια προστασίας στους τελευταίους, ενώ η προστασία των πολιτικών προσώπων από τον Τύπο πρέπει να είναι περιορισμένη. Το συμπέρασμά του είναι ότι έσφαλαν οι δικαστικές αποφάσεις που δικαίωσαν τον κ. Κοτζιά, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους ότι «ως δημόσιο/πολιτικό πρόσωπο ήταν επιτρεπτό στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ να υφίσταται έντονη κριτική για την πολιτική του δραστηριότητα. Η κριτική αυτή εντάσσεται στην γενικότερη ανοχή που πρέπει σε μία δημοκρατική κοινωνία να υφίσταται για απόψεις ή γνώμες που είναι δυνατόν ακόμη και να θίξουν ή να σοκάρουν».
Αλλά και για τις συγκεκριμένες διατυπώσεις του δημοσιεύματος της Athens Review of Books που θεώρησαν «συκοφαντικές» τα δικαστήρια, ο εισηγητής διατυπώνει τη διαφωνία του. «Ο χαρακτηρισμός του Ν. Κοτζιά ως “γκαουλάιτερ του σταλινισμού” αποτελεί αξιολογική κρίση, έντονη κριτική προς το πρόσωπο του θιγομένου, εν τούτοις εντάσσεται στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου και στηρίζεται σε ευρύτατη πραγματική βάση». Οσο για την «πραγματική βάση» του ισχυρισμού, ο εισηγητής παραπέμπει σε πολλά στοιχεία της πολιτικής διαδρομής του κ. Κοτζιά που την τεκμηριώνουν (ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, θεωρητικός του «υπαρκτού σοσιαλισμού», συγγραφέας βιβλίων που εκθειάζουν τα καθεστώτα αυτά κ.λπ.).
Ακόμα και η ανακρίβεια ότι ο Ν. Κοτζιάς σπούδασε στην Ανατολική Γερμανία, σύμφωνα με τον εισηγητή δεν αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση. «Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο δημοσίευμα στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο μέσο προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος για τη δημοσίευση. Η προσβλητική αξιολογική κρίση συνδέεται με τα αποδιδόμενα σε βάρος του θιγομένου στοιχεία, το μέσο για την προστασία του δικαιολογημένου συμφέροντος χαρακτηρίζεται ως αναγκαίο, εφόσον ο σκοπός δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερες εκφράσεις λιγότερο προσβλητικές».
«Δεν υπήρξε δόλος ή βαριά αμέλεια»
Η κατάληξη του εισηγητή είναι βέβαια απορριπτική και για την ουσία της αγωγής, εφόσον δεν δέχεται ότι υπήρξε δόλος ή βαριά αμέλεια από τους δικαστές που εξέδωσαν τις λανθασμένες αποφάσεις, όπως απαιτεί ο νόμος για τις περιπτώσεις κακοδικίας. Ομως δεν παύει η εισήγηση αυτή να δημιουργεί ένα σοβαρό ηθικό, νομικό και πολιτικό πρόβλημα στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης.
Αν γίνει δεκτή από το Ειδικό Δικαστήριο, θα μείνουν οι ενάγοντες δικαιωμένοι στην ουσία, αλλά χωρίς καμιά προστασία από τις έννομες συνέπειες των λανθασμένων δικαστικών αποφάσεων! Αν απορριφθεί, θα εμφανιστεί η Δικαιοσύνη αδύναμη να διορθώσει τα δικά της σφάλματα.
Πρέπει άραγε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις η μόνη καταφυγή των πολιτών (και του Τύπου) θα είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Ισως αποδειχτεί προφητική η κατακλείδα της εισήγησης που αναφέρεται στην απόκλιση της νομολογίας του Αρείου Πάγου από την «ευρωπαϊκή προσέγγιση» του ζητήματος.